Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

περί λογοτεχνίας


Περί λογοτεχνίας ,θανάτου και αλλων πραγματικών

Τα βιβλία προκύπτουν από την εμμονή και τον, ώς έναν βαθμό, ιδιαζόντως τραυματικό εθισμό του συγγραφέα τους να δημιουργεί -ενίοτε ως μικρός θεός- μικρά, αυτοδύναμα σύμπαντα, μέσα στα οποία θα ήθελε διακαώς να ζήσει, περιγράφοντας μια πραγματικότητα που δεν συμβαίνει.

Τα δείγματα αυτά της τέχνης του, τα ελευθεριάζοντα κάντος αυτής της εσωτερικής, μη πραγματικής πραγματικότητας, τα αποθέτει, εν καιρώ πολέμου, όταν πέφτει το σκοτάδι και οι δαίμονές του ξεσηκώνονται, σε εδάφη που ουσιαστικά ελέγχονται από τους αναγνώστες ή τους κριτικούς, και είναι ναρκοθετημένα, με κίνδυνο να τραυματιστεί θανάσιμα.
Μόνο ένα πράγμα αξίζει να αφηγηθεί: αυτό που δεν υπάρχει -αφού δεν βλέπει κανέναν απολύτως λόγο να περιγράψει ή να εξερευνήσει περιοχές που είτε είναι γνωστές είτε έχουν μελετηθεί επαρκώς από άλλους. Περιγράφοντας τον φανταστικό του κόσμο, τον κάνει πραγματικό. Τα όνειρά του αποκτούν ξαφνικά τετραγωνικά, εμβαδόν, συγκεκριμένες διαστάσεις. Η «μεταμόρφωση» του Κάφκα είναι ένα τέτοιο παράδειγμα μεταγλώττισης του άρρητου, του ανοίκειου, του ανύπαρκτου - αλλά συγχρόνως και πραγματικότερου του πραγματικού. Οι ήρωες του Μπέκετ ή οι μη-ήρωές του είναι ένα εμβληματικό άλλο. Το ψεύδος του δημιουργού είναι η αληθινή του αλήθεια, και η ποιότητα της ηθοποιίας του στο έργο της γραφής έχει να κάνει με τη διεισδυτικότητα της προσωπικής του τέχνης.
Οποτε ο συγγραφέας αναγκάζεται να υποδυθεί απλώς τον εαυτό του -απεκδυόμενος ρόλους, ήρωες ή ιδέες που τον απηχούν, αλλά δεν του ανήκουν- οι πιθανότητες να επιτύχει τον στόχο του μειώνονται αισθητά. Αντιθέτως, αν τον παρεκτείνει, απλώνοντάς τον μέχρι εκεί όπου ονειρεύεται, αν τον υπερβεί και η «μεταμόρφωσή» του αυτή επωαστεί και συντελεστεί σε διαφανές περιβάλλον, με υψηλές θερμοκρασίες, τότε το αποτέλεσμα δείχνει διαμετρικά αντίθετο. Αμεσότερο. Ακουμπά το είδος εκείνο της ωριμότητας που επιτρέπουν στον εαυτό τους οι προορισμένοι.
Ποιο όμως είναι το μέσον που έχει, η πυξίδα που χρησιμοποιεί για να μπορεί να ξαναγυρίσει;
Φυσικά, οι λέξεις. Οπως ακριβώς ο χειρουργός οφείλει να ξέρει να χειρουργεί, έτσι και ο συγγραφέας οφείλει να ξέρει να γράφει. Να ιερουργεί με τις λέξεις, να πετά, να επιτρέπει στην ομορφιά να διαρρέει: σαν φήμη που αφήνεται να εξαπλωθεί.
Τα βιβλία αφηγούνται τη ζωή. Κυρίως, όμως, αφηγούνται την ανεπάρκειά τους απέναντι σε αυτήν, το παράπονό τους που τελικά η ζωή κλειδώθηκε μέσα σε κάτι άσπρες σελίδες. Την κάνουν να μοιάζει με παρομοίωση. Τους οφείλουμε ό,τι οφείλει κανείς σε κάτι γραμμένο: την απουσία όλων όσα θα θέλαμε να συμβαίνουν και συμβαίνουν μόνον εντός των τυπωμένων σελίδων.
Οι συγγραφείς έχουν τα ίδια προβλήματα με τους ηλικιωμένους: σβήνουν πολύ και καμιά φορά, ανάμεσα στα άλλα, και την ίδια τους τη ζωή. Ξεχνάνε να τη ζήσουν γιατί τη γράφουν. Ζωή και βιβλίο είναι, όπως και να το κάνουμε, δυο κόσμοι αντίθετοι. Συναντιούνται μόνον όταν ο ένας νοσταλγεί τον άλλον.
Η λογοτεχνία επιχειρεί να κατανοήσει αυτό τον κόσμο εκ των υστέρων, να ερμηνεύσει ή να σχολιάσει αδυναμίες του που έχουν ήδη εντοπιστεί. Της είναι αδύνατον να υποδείξει πώς οφείλει ο κόσμος να είναι. Ασφαλώς, βασίζεται σ' ένα λάθος. Γράφει κανείς από ανάγκη να συνομιλήσει με αυτό το λάθος. Για να εντοπίσει τις γοητευτικές του ατέλειες. Γράφοντας, νομίζει ότι το φέρνει πιο κοντά. Μοιάζει σαν απαγορευμένο τσιγάρο στα κλεφτά.
Ολα τα βιβλία θα όφειλαν να εκθέτουν, μπροστά στα μάτια μας, ολοένα και περισσότερες εκδοχές αυτού του πληθωρικού λάθους. Αυτής της μαγικής απόκλισης που δεν χορταίνει να συντελείται. Οι άνθρωποι που έχουν την ικανότητα ή την ευκολία να παρατηρούν γύρω τους -και όχι απλώς να κοιτάζουν- μετέχουν στη ζωή με τους δυσμενέστερους όρους: ζουν για να γράφουν γι' αυτήν, για να την αναλογίζονται. Είναι προσομοίωση αυτό. Δυσκολία. Ενα είδος αναπηρίας.
Σκεφτείτε τους ήρωες των μυθιστορημάτων: πόσο ψεύτικοι είναι, πόσο προσωρινοί, πόσο άπιστοι. Μεταπηδούν με τρομερή άνεση από βιβλίο σε βιβλίο, από συγγραφέα σε συγγραφέα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα άλλοθι ζωής που τους προφυλάσσει απ' την ανυπαρξία τους. Που χρησιμοποιείται σαν αντίδοτο της πραγματικότητας που δεν αντέχουν να ζήσουν.
Μοιάζουν με σκουπίδια που μεταφέρονται από χωματερή σε χωματερή, με σπασμένα καράβια που η ξυλεία τους χρησιμοποιείται εκ νέου. Γιατί δεν έχουν φύγει ποτέ από τις σελίδες των βιβλίων, αφήνοντάς τες κενές, γιατί δεν έχουν πάει ποτέ να γίνουν γέλια, θυμοί, μαγικά χαλιά, τριήμερα στα νησιά, Κυριακές που δεν τελειώνουν με τη δύση του ηλίου;
Η ιστορία της λογοτεχνίας είναι γεμάτη απ' αυτούς τους δειλούς γίγαντες που κρύβονται πίσω απ' τις σελίδες, προσφέροντας γη και ύδωρ για έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Φοβούνται να αυτοπροσδιοριστούν και να αυτοβιογραφηθούν, μήπως χαθούν από προσώπου γης. Μήπως και διαγραφούν οριστικά απ' το σύμπαν. Γιατί δεν αυτονομείται κανείς τους, γιατί δεν σκοτώνει τον συγγραφέα του για να πάει να ζήσει σαν οδηγός λεωφορείου στο Παρίσι, σαν ελαιοπαραγωγός στη Σαντορίνη, σαν άλτο σαξόφωνο στην τζαζ ορχήστρα της Νέας Ορλεάνης;
Η απάντηση απλώς δεν υπάρχει. Η αλήθεια είναι απόρρητη.
Προτιμώ τα βιβλία που δεν έχουν ήρωες και εξωτερικές περιγραφές που σε κάνουν να πλήττεις. Το εσωτερικό τοπίο θεσμοθετεί τα πάντα. Οι λέξεις -αυτές που αξίζουν, όχι οι ήρωες που τις μεταφέρουν- είναι αυτές που πονούν. Η οδύνη του τοκετού τους, το σχήμα που παίρνει η μορφή τους, ο τρόπος που εκφέρονται και «γράφουν» στο χαρτί, ο ίδιος ο ίσκιος τους είναι τα βασικά πλεονεκτήματα του σημαντικού βιβλίου: η καλή λογοτεχνία έχει κληρονομικότητα στον πόνο.
Τα βιβλία συμβαίνουν. Είναι περιστατικά της ζωής, γεγονότα που προσπαθούν να περάσουν από μέσα σου, στοιβαγμένα, όταν όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. Μπροστά τους παραμένεις ανίσχυρος· προσπαθείς ακόμη να μάθεις τις λέξεις.
Θέλεις να γνωριστείτε καλύτερα. Να κερδίσει ο ένας απ' τον άλλον. Και να εξελιχθεί.
Νομίζω πως ό,τι τυπώνεται, πεθαίνει. Είναι ένας ιδιαίτερος θάνατος αυτός, μια καταγεγραμμένη απώλεια που προσβλέπει σε μια θολή αιωνιότητα. Η ζωή των βιβλίων είναι μια ζωή κατά φαντασίαν υγιής, περίκλειστη, που όμως έχει απαλλαγεί από τη θνησιγένειά της. Εχει νικήσει τον θάνατο οριστικά, παρότι του οφείλει -κατά τρόπο οξύμωρο- την ίδια της την ύπαρξη. Σε αυτήν οι στιγμές μεγαλώνουν παράλογα, ο χρόνος που απομένει διογκώνεται: γίνεται σαν ένα γελαστό βράδυ στην εξοχή.
Είναι συγκινητικό: οι λέξεις κάνουν τα πάντα για να μείνουν μαζί κι εμείς είμαστε τόσο αδιάφοροι που δεν μπορούμε ούτε καν να τις γράψουμε. Τις σημειώνουμε λάθος, τις τοποθετούμε λάθος, τις εννοούμε λάθος. Φαίνεται αποκρουστικό αυτό. Το μόνο που πρέπει να επιδιώκει κανείς είναι να τους συμπεριφέρεται σωστά.
Αντιλαμβάνομαι τη λογοτεχνία σαν μια χαριτωμένη ζαβολιά στο προαύλιο της ζωής, όταν οι δάσκαλοι δεν είναι εκεί. Σαν μια αμετάκλητη απάτη σε βάρος της πραγματικότητας.
Τίποτε δεν παρέχει μεγαλύτερη ασυλία από αυτή, τίποτα δεν μοιάζει πιο ελεύθερο, πιο εορταστικό, πιο άυλο. Μόνον η επίγνωσή της αρκεί. Γιατί η λογοτεχνία δεν έχει αποτέλεσμα - τουλάχιστον φανερό. Ή αν έχει κάποιο, αυτό είναι ο θρίαμβος του μη πραγματικού σε βάρος αυτού που έχουμε συνηθίσει να δεχόμαστε ως πραγματικό.
Είναι μια γενναία εκδίκηση αυτή, ένας αποστομωτικός λόγος.
Και σαν απάντηση, εμένα μου φτάνει.*


Σταύρος Σταυρόπουλος
εφημ.ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ενθετο:βιβλιοθήκη 22/1/2011

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αξιοζήλευτο κείμενο, πληρέστατη η ανάλυση! Διεκδικεί τον τίτλο μονογραφίας περί λογοτεχνίας. Ευχαριστούμε πολύ γιά τη δημοσίευση :)

κοκκινη κισσα είπε...

ατάσθαλος

ναστε καλά!