Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

περί σιωπής


Περί σιωπής, συμφωνίας τιμής και κριτικών εξομολογήσεων




Η τέχνη του καιρού μας είναι θορυβώδης, κάνοντας εκκλήσεις για σιωπή.
Σούζαν Σόνταγκ, Η αισθητική της σιωπής,εκδόσεις Νεφέλη


Σ' αυτόν τον χώρο υπάρχουν πολλά που ενοχλούν πολλούς και αποσιωπούνται· λες και υπάρχει μια αόρατη συμφωνία -συμφωνία τιμής, θα την έλεγαν οι μαφιόζοι- να μη θιγούν πρόσωπα και πράγματα «ιερά». Γνωρίζουμε όσους δεν θα έπρεπε να γνωρίζουμε και δεν γνωρίζουμε αυτούς που αξίζει να γνωρίζουμε.
Ο χώρος του βιβλίου μοιάζει, πολλές φορές, με λάιφ στάιλ εκπομπή.
Φτάσαμε να ονομάζουμε συγγραφέα κάποιον που αναγνωρίζουμε το πρόσωπό του και γράφει αποκλειστικά μυθιστορήματα -άντε, και κάνα διήγημα-, με τη γνωστή συνταγή και μια χιλιοειπωμένη ιστοριούλα. Ολα τα υπόλοιπα είδη αφηγηματικού λόγου τα εξορίσαμε. Τα στείλαμε για εξακρίβωση. Γιατί; Επειδή δεν πουλάνε. Ποιος ρυθμίζει τις τύχες ενός προϊόντος στην αγορά; Οι παραγωγοί του, δηλαδή οι εκδότες. Μπορούν αυτό να το κάνουν μόνοι τους; Οχι, χρειάζονται και τους κριτικούς. Εδώ ξεκινάει το γαϊτανάκι της μεγάλης παρεξήγησης.
Στον ειδικό Τύπο υπάρχει περίσσευμα στόμφου, περίσσευμα αυταρέσκειας, περίσσευμα αποτυχημένης δημιουργίας.
Πολλές διαπροσωπικές σχέσεις. Διαψευσμένα όνειρα, μέτριοι κύκλοι ζωής.
Πολύς κόσμος πιστεύει ότι η κριτική βοηθάει. Εγώ πιστεύω ότι όσο βοηθάει, άλλο τόσο παραπλανά - ίσως χωρίς να το θέλει. Οδηγεί κάπου και αυτό το κάπου μπορεί να είναι το πουθενά: ένα πουθενά που κοιτάζεται αυτάρεσκα στον καθρέφτη και καμαρώνει τις μεγαλόσχημες λέξεις του· σαν τις γυναίκες που ενθουσιάζονται με τις ψεύτικες βλεφαρίδες τους. Ασφαλώς υπάρχουν συνεπείς κριτικοί, αλλά είναι λίγοι. Η πλειονότητα είναι αυτή που διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Που χρησιμοποιεί το ορίτζιναλ για να παράγει το ιμιτασιόν. Και σε αυτήν, δυστυχώς, ανήκουν οι πολλοί μέτριοι, οι εμπαθείς, οι βλεφαρίδες. Η αποτίμηση ενός έργου κινδυνεύει να γίνει απομίμηση στα χέρια τους. Δεν λέω ότι δεν χρειάζεται αποτίμηση. Λέω ότι δεν χρειάζεται, όταν προσπαθεί να τηρήσει ισορροπίες μεταξύ του γράφοντος, του εκδότη και των διαφημιστικών υποχρεώσεων που προκύπτουν ενδιάμεσα.
Πώς θα γίνει, όμως, γνωστό ένα έργο;
Με ποιον τρόπο μπορεί να φτάσει στο κοινό;
Πολλοί κριτικοί γνωρίζουν μόνον όσους είναι εύκολο να εξηγήσουν. Ο,τι δεν καταλαβαίνουν, ό,τι δεν μπορούν να κατατάξουν ειδολογικά, το αποσιωπούν.
Και βαφτίζονται «έγκυροι».
Πολλοί συγγραφείς -για να πάρουμε και την πλευρά μας-, από μια στρεβλή άποψη περί δημοσιότητας, επιλέγουν τη θεματολογία τους και κυρίως τη μορφή που θα έχει το έργο τους από τις περιορισμένες απαιτήσεις ενός ανεκπαίδευτου κοινού. Και βαφτίζονται «ευπώλητοι». Πολλοί εκδότες εκδίδουν συλλήβδην μυθιστορήματα, λαμβάνοντας υπ' όψιν μόνο δύο παραμέτρους: το γεγονός ότι πρόκειται για μυθιστόρημα και το όνομα του συγγραφέα. Και βαφτίζονται «μεγάλοι».
Καμία διάθεση για νεωτερικότητα, κανένας άνεμος ανανέωσης, από πουθενά. Μόνη προϋπόθεση, η ευκολία - όλων των πλευρών. Μην αναφέρουμε τους παρατρεχάμενους, τα παπαγαλάκια, τους αγγελιαφόρους ειδικών αποστολών.
Μ' αυτά όλα φτάσαμε αισίως στους 11.000 τίτλους τον χρόνο. Αριθμός που τρομάζει για την ευκολία του εγχειρήματος.
Η αναγνωστική συμπεριφορά του κοινού, όπως την καταγράφουν οι σχετικές έρευνες του ΕΚΕΒΙ, δείχνει ότι ο ένας στους δύο Ελληνες, το 50% δηλαδή του ενεργού πληθυσμού, δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο, ενώ το 25% διαβάζει λιγότερο από δέκα βιβλία. Ενα ποσοστό της τάξεως του 8% αποτελεί τον σκληρό πυρήνα των βιβλιόφιλων, και σε αυτό προσβλέπουν όλοι (επιχειρηματίες, εκδότες, δημιουργοί, πολιτεία), επενδύοντας τεράστια κεφάλαια στη βιομηχανία του βιβλίου. Από αυτό το συρρικνωμένο και ιδιόρρυθμο 8%, πόσοι εγκλωβίζονται από τα ευπώλητα των εφημερίδων, πόσοι από τη μεγαλόστομη φλυαρία της «έγκυρης» κριτικής, πόσοι από τη λαίλαπα των προβεβλημένων επιλογών 4-5 μεγαλοεκδοτών που ελέγχουν την πιάτσα; Ασφαλώς, οι περισσότεροι.
Τι χώρος μένει στους υπόλοιπους και κατά πόσον αυτός ο χώρος είναι υπαρκτός ή ικανός να δημιουργήσει ρεύμα - έστω μειοψηφικό; Είναι πάνω από 1%; Τι ποσοστό παραμένει αχειραγώγητο για να ψάξει να ανακαλύψει τη χαραμάδα όπου στριμώχνεται το διαφορετικό, η νεωτερικότητα, η αναπάντεχη πρόταση, όταν ακόμα και αυτές οι εν δυνάμει ταμπέλες -φορείς ενός κάποιου πνεύματος- έχουν καπαρωθεί, από προγενέστερους και επιφανέστερους «γραφιάδες», που έχουν υποβληθεί σε λίφτινγκ προκειμένου να συντηρήσουν μια μίνιμουμ επικοινωνία με ένα κοινό αμήχανο, βομβαρδισμένο και προσχηματικό;
 Πόσο τυχαίο ή ανιδιοτελές μπορεί να μοιάζει το γεγονός ότι μεγάλης επιφάνειας κριτικοί ασχολούνται συστηματικά -με πρόσχημα την αρνητική, αρχικά, τοποθέτηση τους- με βιβλία προβεβλημένων ονομάτων της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, στα οποία αφιερώνουν σελίδες και τυπογραφικό μελάνι για να διαφημίσουν τελικά, με γκρίζες λέξεις, την αγοραία και ανταλλάξιμη απαξίωσή τους σε υποδεέστερα ή ατυχή έργα;
Με αυτό τον τρόπο αποκλείονται οι περισσότεροι, και η εμφάνιση νέων ταλέντων που θα μπορούσαν να ταράξουν τα νερά, παραμένει υπόθεση εργασίας.
Θεμελιώνονται και επιβραβεύονται η ευκολία, η ρηχότητα, η επίδειξη. Και η άνευ όρων «παραγωγή».
Αν ζούσε ο Φλομπέρ, με τη δυσκολία που τον διέκρινε στο τελικό κείμενο, θα παρέδιδε ένα βιβλίο κάθε εφτά χρόνια. Μπορούμε να φανταστούμε -με τις ανάλογες χρονικές και τοπικές επιφυλάξεις- τον Λόρενς Ντάρελ να συμμετέχει σε εβδομαδιαία σεμινάρια δημιουργικής γραφής; Τον Φερνάντο Πεσόα να δίνει το «παρών» σε κοινωνική εκδήλωση για την προστασία του περιβάλλοντος; Τον Χένρι Τζέιμς να διαπραγματεύεται σε κοκτέιλ πάρτι επιχειρηματικού παράγοντα την έκδοση του καινούριου του βιβλίου; Τον Μορίς Μπλανσό να εμφανίζεται σε τηλεοπτικό πάνελ αποτιμώντας την οικονομική κρίση;
Οι απαντήσεις είναι προφανείς.
Οι λέξεις είναι σοβαρότερη υπόθεση από τη δημόσια εικόνα αυτού που τολμά να τις χαράξει στο χαρτί. Αυτές είναι η δημόσια εικόνα του. Από αυτές κρίνεται.
Σε αυτές οφείλει ό,τι οφείλει.
Αιχμάλωτοι -και χαμένοι στη μετάφραση- οι σημερινοί πρωταγωνιστές του βιβλίου (εκδότες, συγγραφείς, κριτικοί, πολιτιστικοί φορείς) προσπαθούν σπασμωδικά να υπάρξουν, παρακολουθώντας τον σφυγμό της κρίσης της αγοράς και διεκπεραιώνοντας στη σκιά έναν ρόλο που δεν ανταποκρίνεται στις «υψηλές θερμοκρασίες» του χώρου.
Ενός χώρου που όχι μόνο δέχεται σαν «αναγκαίο κακό» τις δημόσιες σχέσεις, αλλά και βασίζει πάνω τους, σχεδόν αποκλειστικά, την ουσιαστική του ύπαρξη.
Οι λόγοι για τους οποίους διαβάζουμε είναι το ίδιο παράξενοι με τους λόγους για τους οποίους ζούμε. Κάποιοι το γνωρίζουν καλά αυτό και ξέρουν, φαίνεται, να το εκμεταλλεύονται.
Αλλωστε από αυτό ζουν.

Ο Μπόρχες έλεγε συχνά ότι η ύπαρξη των λέξεων ήταν το κεντρικό γεγονός της ζωής του. Υπάρχει σήμερα παρόμοια δήλωση; *




Από τον Σταύρο Σταυρόπουλο
εφημερ.Ελευθεροτυπία
ενθετο βιβλιοθήκη 29/1/2011


2 σχόλια:

kryos είπε...

Η ανάγκη της έκφρασης καλύπτεται μ ένα χαρτί κι ένα μολύβι .... αν αποσκοπείς στην εμπορευματοποίηση του "προϊοντος" σου και στις χιλιάδες πωλήσεις , τότε αναγκαστικά θα πρέπει να παίξεις με τους κανόνες της αγοράς έχοντας κάθε φορά στο μυαλό σου το αρεστό του target group ... δεν γίνεται όλοι ξαφνικά να "ωριμάσουν" για να σε διαβάσουν , μπορείς να κινηθείς στο περιθώριο αναλαμβάνοντας το κόστος και την ευθύνη ως συγγραφέας αλλά και ως αναγνώστης .... ουδείς προφήτης στον τόπο και στον χρόνο του .

κοκκινη κισσα είπε...

Kryos

Εχω την αποψη οτι ο κάΘε δημιουργός είτε λογοτέχνης είναι, είτε εικαστικός ,..κτλ θα πρεπει να μπορεί να κοινωνεί το εργο του χωρίς αποκλεισμούς, πράγμα σύνηθες στον ελληνικό χώρο όπου οργιάζουν οι "παρές"και τα κάθε είδους "μαγαζάκια".
Ας διαμορφώσουμε δηλαδή εντιμότερους "ὁρους αγοράς"απο τούς ήδη υπάρχοντες.
Για παράδειγμα ενας λίαν αποτελεσματικός νόμος "ὁ νόμος της σιωπής"γνωρίζει τρελές δόξες και εφαρμόζεται ακόμα και απο εκείνους που βάλουν συνήθως φωναχτά κατά τέτοιων πρακτικών και εχουν και οι ίδιοι πιθανώς δεχθεί απο άλλους τέτοια μεταχείριση.
Αηδιαστικές πρακτικές απο "πνευματικούς "ανθρώπους.
χειρότερη βλέπεις απο την ματαιοδοξία είναι η μικρο-ματαιοδοξία.

μεγάλη κουβέντα όμως,πού δεν εξαντλείται μεσα απο εναν στοιχειώδη σχολιασμό..



νασαι καλά