Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Ρίττερ,Ντένε, Φός απο το θέατρο Σφενδόνη





Ρίττερ,Ντένε ,Φός

του Τόμας Μπέρνχαρντ από το θέατρο Σφενδόνη



Ο Τόμας Μπέρνχαρντ  γεννημένος το 1931 (νόθο παιδί της Ερτα Μπέρνχαρντ –δεν γνώρισε ποτέ τον ξυλουργό πατέρα του-)  βίωσε την άνοδο του φασισμού,τον πόλεμο,τα ερείπια,το χάος.

Εζησε απομονωμένος μακριά από την Βιέννη στο κτήμα του στο Ολσντορφ,  ακουλουθώντας μια εντελώς  μοναχική  κοινωνικά πορεία χωρίςγάμο,οικογένεια,παιδιά,διαβάζοντας Νίτσε,Σοπενάουερ,Χέγκελ,Ντοστογιέφσκι και ακούγοντας κλασσική μουσική που ήταν μία από τις μεγάλες του αδυναμίες.

Οταν το 1968 του απονεμήθηκε η υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση του αυστριακού κράτους (Litteraturstaatspreis), διάλεξε να πει μπροστά στα μέλη της κυβερνήσεως: «Είμαστε Αυστριακοί, είμαστε απαθείς. (...) Δεν έχουμε να πούμε τίποτα πέρα από αυτό: είμαστε άθλιοι και η ίδια μας η εικόνα μας κάνει βορά μιας φιλοσοφικής, οικονομικής, μηχανικής ομοιομορφίας. (...) Κατοικούμε τα τραύματά μας, φοβόμαστε, έχουμε κάθε δικαίωμα να φοβόμαστε, βλέπουμε ήδη, ακόμη και αν είναι από μακριά θολό, το τεράστιο περίγραμμα του φόβου. (...) Δεν αξίζει να ντρεπόμαστε, δεν είμαστε όμως τίποτα και δεν αξίζουμε τίποτα άλλο από το χάος».

Το έργο Ρίττερ,Ντένε,Φός  γράφεται από τον συγγραφέα το 1984,αρα είναι έργο της πνευματικής του ωριμότητας και απηχεί ευθέως την κοσμοθεωρία του,θραύσματα της οποίας είδαμε και στις απόψεις του για την ζωή και την τέχνη.

Στο έργο,  οι απόγονοι της μεγαλοαστικής οικογένειας Βόρρινγκερ ,Ο Λούντβιχ    και οι  δύο αδερφές του  - δεν ονομάζονται αλλά αποκαλούνται μικρή και μεγάλη αδερφή-συναντώνται μετά από αρκετά χρόνια στο πατρικό τους σπίτι,  μετά την έξοδο του πρώτου από την ψυχιατρική κλινική  Στάινχοφ, οπου ζεί έγκλειστος .

Ας σημειωθεί εδώ, ότι τα ονόματα Ρίττερ,Ντένε ,Φός είναι τα ονόματα των πρώτων  γερμανών ηθοποιών που ερμήνευσαν τους ρόλους ,της Ιλζε Ρίττερ,της Κίρστεν Ντένε και του Γκέρτ Φός , και όχι τα πραγματικά των μελών της οικογένειας Βόρρινγκερ.

Το έργο εκκινεί με την προετοιμασία της υποδοχής  του Λούντβιχ από τις δύο ηθοποιούς  αδερφές του, συνεχίζεται με την  ψυχική ανάφλεξη που πυροδοτεί  η παρουσία του και ολοκληρώνεται μέσα σε μια μέρα  με την απελπισμένη πλήν «ήρεμη»αποδοχή του προσωπικού τους εφιάλτη πάνω από ένα φλιτζάνι απογευματινού καφέ!


Η Ντένε (την υποδύεται η Αννα Κοκκίνου) είναι εκείνη που  έχει πάρει  την πρωτοβουλία της εξόδου του Λούντβιχ  από την κλινική Στάινχοφ και αδημονεί να  τον φροντίσει  στο πατρικό σπίτι.
Η Αννα Κοκκίνου κεντά υποκριτικά  κάθε πτυχή του χαρακτήρα και του ψυχισμού της Ντένε με απαράμιλλη  ακρίβεια.Η Ντένε είναι προσηλωμένη  στις πορσελάνες και τα τραπεζομάνδηλα της οικογένειας Βόρρινγκερ ,η φροντίδα της για  κάθε κειμήλιο της οικογένειας,ο εύθραστος ψυχισμός της , η πίκρα της  όταν κάθε ευγενική της χειρονομία καταρρέει μέσα σε ειρωνίες και χλεύη από την πλευρά του Λούντβιχ ,ερμηνεύονται με μια αλληλουχία πνιγμένων σε σιωπή κραυγών,με ένα βλέμμα που αποφεύγει κυρίως την άμεση απεύθυνση στα μάτια  ,με ένα εσωτερικό λυγμό..
Η παιδικότητα της Ντένε ,η ένοχη αδυναμία στον αδερφό της ,ο κόσμος της παράδοσης που υπερασπίζεται,η ανάγκη της για  ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία ,η άγρια μοναξιά της,η απελπισία της,το προσωπικό της αδιέξοδο,η συντριβή της,  βρίσκουν την ιδανική εκφραστική στο υποκριτικό όργανο της Αννας Κοκκίνου.


Η μικρή αδελφή, η Ρίττερ την  οποία υποδύεται η Ράνια Οικονομίδου, δυσανασχετεί και αντιδρά απ την αρχή  με την επίσκεψη αυτή. Ο κυνικός και σαρκαστικός χαρακτήρας της Ρίττερ,χτίζεται με ακρίβεια χιλιοστού από την Ράνια Οικονομίδου που κινείται με θαυμαστή γοητεία στη σκηνή,ευφάνταστη,φλεγματική.

Η κίνησή της,το βάδισμά της ,αναπαριστά με ευφυία, μια ξεκούρδιστη από την ηλικία  φιλαρέσκεια  . Οι εκρήξεις της ελεγχόμενες, αν όχι ξεθυμασμένες, χωνεύονται θαυμάσια στην σπιρτάδα του οινοπνεύματος  που καταναλώνει και στους στροβίλους του καπνού που εκπνέει.
Η συνύπαρξή της Ράνιας Οικονομίδου με την Αννα Κοκκίνου είναι θεατρική σπουδή και απόλαυση.


Το αντίπαλον δέος,είναι  ο Λούντβιχ.Ποιός όμως είναι ο Λούντβιχ; Ή καλύτερα ποιος θέλει ο Μπέρνχαρντ να είναι ο Λούντβιχ;Είναι ο φιλόσοφος Λ. Βιτγκενστάιν ή μήπως ο ανιψιός του φιλόσοφου ο Πάουλ;

«Το ζήτημα δεν είναι να γράψεις για τον Βιτγκενστάιν. Το ζήτημα είναι: μπορώ να είμαι ο Βίτγκενστάιν έστω για ένα μόνο λεπτό χωρίς να καταστρέψω αυτόν (τον Β) ή εμένα (τον Μπ.); Στο ζήτημα αυτό δεν μπορώ να απαντήσω, γι’ αυτό δεν μπορώ να γράψω για τον Βίτγκενστάιν.»Αυτά αναφέρει ο Τόμας Μπερνχαρντ σε γράμμα του στον Δρ.Σπίελ





Ο Μπέρνχαρντ συνδεόταν με μακροχρόνια φιλία με τον Πάουλ  ,ανιψιό του Βιτγκενστάιν ο οποίος μπαινόβγαινε σε ψυχιατρικές κλινικές .

Είχε ομολογήσει ο ίδιος την δημιουργική ανταλλαγή απόψεων μαζί του, αλλά  είχε και φιλοσοφική και βιωματική συγγένεια με τον θείο τού Πάουλ, τον φιλόσοφο Βιτγκενστάιν.

Στο πρόσωπο τού Λούντβιχ, ο Μπέρνχαρντ θα επιχειρήσει να συνθέσει την τρέλα με την  φιλοσοφία.
Ο Λούντβιχ  φιλοξενείται στο ψυχιατρείο Στάινχοφ διευθυντής του οποίου είναι ο δρ Φρέγκε.
Ο φιλόσοφος Βιτγκενστάιν μελετούσε το σύστημα του Γκότλομπ Φρέγκε γνωστού μαθηματικού και φιλόσοφου της εποχής, με τον οποίο μάλιστα είχε έρθει σε σύγκρουση.
Οι αναφορές και οι ταυτοποιήσεις λοιπόν είναι προφανείς.

 Ο Δημήτρης Καταλειφός επωμίστηκε τον ρόλο του Λούντβιχ.

Το ερμηνευτικό στοίχημα ήταν  μεγάλο,έπρεπε να χωνέψει τις ιδιότητες του προσώπου που κλήθηκε  να υποδυθεί ,να εκφράσει το φιλοσοφικό στίγμα της σκέψης του Βιτγκενστάιν, δηλαδή την μόνιμη διαπάλη του με την γλώσσα και τα όρια της σκέψης που αυτή περιγράφει , την διαρκή ταλαντευσή του ανάμεσα στα δίπολα: ρεαλισμού-ιδεαλισμού και πλατωνισμού-φορμαλισμού, αλλά ταυτόχρονα  να ορίσει και την σχέση του με τις αδερφές του   και την οικογένειά του και διαμέσου αυτής της σχέσης να εκφράσει την κοσμοθεωρία του για την τέχνη,την οικογένεια,τον Θεό, την παρακμή του πολιτισμού  αλλά και το προσωπικό του αδιέξοδο,τους εφιάλτες του ,τον αρνητισμό του,την  μάχη του εν γένει με τους προσωπικούς του δαίμονες.

Κατά την γνώμη μου, αυτό  το στοίχημα δεν κερδήθηκε.Οι μεγάλες υποκριτικές δυνατότητες του Καταλειφού εξαντλήθηκαν σε μια  κατά το μάλλον ποσοτική και όχι ποιοτική υποκριτική ανάγνωση των επίπεδων του ρόλου.

Η εμμονική σκέψη του Λούντβιχ και τα φωναχτά ξεσπάσματα της, υπέκυψαν σε μιά -ας μου επιτραπεί η λέξη-μανιέρα ,οι χρόνοι κάπου χάθηκαν,οι  υπαρξιακές σιωπές του  αντί να βρίθουν,  κάπου έχασκαν αδειανές από φορτίο.

Ωστόσο η εμπειρία του διέσωσε την συνολική εικόνα παρά τις όποιες επιμέρους αστοχίες.


Το σκηνικό της παράστασης που επιμελήθηκε η Εύα Μανιδάκη εξυπηρέτησε απολύτως την ατμόσφαιρα του έργου.
Ενα πολύπλοκο δίκτυο νηματοειδών υφών στοίχειωνε και οριοθετούσε το αρχοντικό της οικογένειας Βόρρινγκερ από τον έξω κόσμο.

Ενα σπίτι μαυσωλείο.Μια δράση τοποθετημένη κυρίως γύρω από ένα τραπέζι και υπό το ασφυκτικό  βλέμμα των γεννητόρων που απεικονίζονταν   σε υπερμεγέθη πορτραίτα στο εσωτερικό του σπιτιού, τονίζοντας την διαρκή και βασανιστική παρουσία τους  στο δράμα.


Οι φωτισμοί  του Αλέκου Γιάνναρου ακολούθησαν με ακρίβεια την δραματική σύγκρουση που εκτυλίχθηκε  στο αρχοντικό των Βόρρινγκερ.Το κόκκινο ιδιαίτερα εύγλωττο, υπογράμμισε με την αιμάσσουσα υφή του, την αυτοκτονική απελπισία των  προσώπων.


Μια εξαιρετική παράσταση  που τιμά το ελληνικό θέατρο!

εφη καλογεροπούλου








Δεν υπάρχουν σχόλια: