Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Αγγελική Κορρέ:Παρόν ως ίχνος,μνήμη ως πράξη. Εφη Καλογεροπούλου,Στο μονοπάτι των σκύλων,Περισπωμένη,2024.



Aναδημοσίευση
  απο το περιοδικό ΦΡΕΑΡ

Αγγελική Κορρέ

Παρόν ως ίχνος, μνήμη ως πράξη

Έφη Καλογεροπούλου, Στο μονοπάτι των σκύλων, Περισπωμένη, Αθήνα 2024.

Καθένας που έχει ρίξει μια ματιά στον Γκέοργκ Τρακλ (και ίσως, στο ακόλουθο πλαίσιο, και στον Αρσένι Ταρκόφσκι) θα έχει παρατηρήσει ότι η φύση στους στίχους του δεν λειτουργεί ως φόντο ή ψευδορομαντικό τοπίο, αλλά ως οριακός χώρος – χώρος πνευματικής φθοράς, υπαρξιακής αναμονής και (ενίοτε) υπέρβασης. Η φύση του Τρακλ αντιστέκεται στη διχοτομία της φύσης ως “ειδυλλιακού” καταφυγίου ή ως υποκειμένου του υπερβατικού δέους. Αντιθέτως, θεμελιώνει μια τρίτη εκφορά: τη φασματικότητα, που διαποτίζεται από σιωπή, θάνατο (ή απώλεια ή παύση) και λανθάνουσα μεταφυσική επιθυμία. Ο φυσικός κόσμος σε έργα όπως τα «Sebastian im Traum», «Verfall» ή «Grodek» δεν έχει σκηνογραφικό χαρακτήρα, αλλά μετατρέπεται σε ψυχικό/πνευματικό θέατρο, όπου αποκαλύπτεται η υπαρξιακή συνθήκη του ανθρώπου. Υπό φαινομενολογική σκοπιά, η φύση στον Τρακλ αιωρείται μεταξύ παρουσίας και απόσυρσης. Δεν είναι αντικείμενο παρατήρησης, αλλά ο, με χαϊντεγκεριανή χροιά, οντολογικός ορίζοντας της διάλυσης. Σ’ ένα ποίημα όπως το «Ein Winterabend», το ηλιοβασίλεμα και το λυκόφως δεν αποτελούν απλώς χρονικά σημεία, αλλά ανάγονται σε μεταβατικές οντολογικές καταστάσεις. Όχι τυχαία, οι αγαπημένες χρονικές στιγμές του Τρακλ είναι το φθινόπωρο, ο χειμώνας και η σιωπή του, η χιονισμένη νύχτα και πηγαίνει λέγοντας. Είναι στιγμές μεταιχμιακές, όπου ο εξωτερικός κόσμος υποχωρεί για το υπερβατικό. Τα τοπία του Τρακλ είναι μελαγχολικά, με την πιο πεζή, καθημερινή και ανεπιτήδευτη σημασία που αποδίδουμε στη μελαγχολία, όμως δεν είναι “νοσταλγικά”. Συνέχονται από μια χρονικότητα ταυτόχρονα φθίνουσα και κυοφορούσα. Τα φθινοπωρινά φύλλα, οι παγωμένοι αγροί, τα νεκρά ζώα δεν λειτουργούν απλώς ως περιγραφικά στοιχεία αλλά ως ενδείξεις ενός κόσμου που καταρρέει ή προετοιμάζεται να γεννήσει κάτι άλλο – ποτέ, όμως, αποκαλυπτόμενο σε εμάς τη στιγμή της κατάρρευσης ή του τοκετού, και δίχως τίποτα να δίνει μια πρόγευση για εκείνο που θα έρθει, αν έρθει: το απόλυτο ιερό ή το απόλυτο κενό. Το δε συμβολικό λεξιλόγιο του Τρακλ (γαλάζιο, χρυσό, αίμα, χιόνι, σιωπή κ.ο.κ.) οικοδομεί μια ποιητική οικολογία, όπου συγκλίνουν το εξωτερικό και το εσωτερικό. Τα φυσικά μοτίβα δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετούν μια αναπαράσταση της φύσης – είναι προβολές της ψυχικής συνθήκης (τραύμα, επιθυμία, μεταφυσική έλλειψη κ.ο.κ.). Γι’ αυτό η φύση του Τρακλ δεν είναι ποτέ ρεαλιστική, ακόμα και τις λίγες φορές που μοιάζει ρεαλιστική. Επειδή πρέπει να είναι μυστικιστικά φορτισμένη. Η εξωτερική πραγματικότητα πρέπει να είναι “πληγωμένη”, σιωπηλή. Και πάλι, όμως, αυτή η σιωπή δεν είναι απουσία – είναι η παρουσία του ανείπωτου, του ελλείποντος νοήματος, της οριακής κατάστασης της γλώσσας. Σίγουρα, η φύση του Τρακλ δεν αποκλείει τη βία. Σ’ ένα ποίημα σαν το «Grodek», το τοπίο γίνεται ταυτοχρόνως πεδίο μάχης και νεκροταφείο, όπου το χρυσάφι της φθινοπωρινής σιγής συνυπάρχει με μια φρικώδη θανάτωση. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή τη βία, η φύση διατηρεί μια αμφίσημη ιερότητα: δεν προσφέρει λύτρωση, αλλά μνήμη, διάρκεια. Το χιόνι και η σιγή, που απαντώνται στο τέλος πολλών ποιημάτων, δεν δηλώνουν κάποιου είδους τέλος, αλλά ένα επέκεινα του νοήματος. Η σιγή δεν είναι η σιγή του μηδενός, αλλά της υπέρβασης. Είναι μια numinous (με τον όρο του Ρούντολφ Ότο) σιωπή, που ταυτόχρονα συγκλονίζει και ελκύει. Δεν βρίσκεται, λοιπόν, παρηγορία ή αρμονία στη φύση του Τρακλ. Αντιθέτως, βρίσκεται ένα καθρέφτισμα του διαρρηγμένου εαυτού, μια μαρτυρία της ιστορικής τραγωδίας και, κάπου κάπου, μια οδός προς την ενόραση. Η φύση του Τρακλ είναι ταυτόχρονα εγκόσμια και υπερβατική, υπαρκτή και φασματική, φθίνουσα και κυοφορούσα. Το δάσος του δεν μιλά, αλλά κλαίει. Το ποτάμι του δεν κυλά, αλλά αιμορραγεί. Αυτά είναι συντεταγμένες του ύστατου σημείου της γλώσσας, όπου ίσως η ψυχή αντικρίζει για λίγο το περίγραμμα μιας ξεχασμένης πληρότητας, μιας σιγής που δεν υποκρύπτει λόγο όπως συνήθως, αλλά τίθεται πέραν του λόγου.

Μολονότι δεν μπορώ να πω με σιγουριά εάν η ποίηση της Έφης Καλογεροπούλου (Αθήνα 1963) ενσωματώνει επιρροές του Τρακλ (από πρακτικής άποψης, θα την τοποθετούσα εγγύτερα στον Ρίτσο), στην πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή της, Στο μονοπάτι των Σκύλων, που εκδόθηκε από την Περισπωμένη τον Νοέμβριο του 2024, διακρίνω συγκλίσεις και ταυτίσεις που με ωθούν να διαβάσω το βιβλίο σ’ αυτή την κατεύθυνση. Παρουσιάζεται επίσης εδώ μια φύση φορτισμένη, ένα τοπίο αποσύνθεσης που αντανακλά τη “μετατραυματική” κατάσταση ενός υποκειμένου. Για παράδειγμα, οι δασώδεις σκιές, το φθινοπωρινό φως, το αργό χιόνι που συνεπικουρούν τη βία τού «Grodek» του Τρακλ, ως σύμβολα μιας επικείμενης πτώσης όχι μόνο πολιτισμικής (αν και κυρίως πολιτισμικής) αλλά και οντολογικής, επιστρέφουν στη σύγχρονη αποτύπωση της Καλογεροπούλου:

Άκου! Άκουσε αυτόν τον ήχο
άρχισε πάλι
ηλεκτρικές καμπάνες, Άγγελοι
αδειάζουν απ’ το στήθος τους νερό
εφτά άνεμοι μαζί ορμούν
στους καταρράκτες
κι η παλίρροια απ’ τις κραυγές τους
σου τρυπά τα αυτιά
Τη σταυρώνει πίστη αλλόκοτη

[…]

Είναι η πτώση ανεστραμμένη άνοδος
ή διάβασε λάθος τα σημάδια;
Άγγελε του πικρού νερού
της αλήθειας νερά μιλήστε
δείξτε της αυτό που αγνοεί

[…]

ποιο δάσος σιωπής διασχίζεις

[…]

ποια παγωμένη έρημο αναφλέγεις
κάθε νύχτα
Μια εναντίωση στο τίποτα
είναι αρκετή

[…]

Να γίνεις αίμα, είπε

[…]

(«Αισθάνεται το βάρος της», σελ. 17-18)

Το παραπάνω ποίημα ανήκει στην πρώτη ενότητα του βιβλίου, που τιτλοφορείται «Χώμα» (και η επιλογή αυτή προφανώς φέρει κάτι αρχετυπικό). Εδώ, η  φύση επίσης δεν είναι ένα αισθητικό καταφύγιο, αλλά ένα ψυχικό υπόστρωμα, γεμάτο αποσύνδεση και παρηκμασμένη μνήμη. Ο χώρος λειτουργεί ως μεταφορά της εσωτερικής κατάρρευσης ή, άλλοτε, της εσωτερικής ακρότητας του ψυχικού υποκειμένου. Συνεχείς εμφανίσεις του αίματος, του δάσους, ενός κάθε άλλο παρά ζωογόνου νερού, της νύχτας, της παγωνιάς και του χιονιού [το οποίο, μάλιστα, όπως στον Τρακλ, εμφανίζεται συχνά στο τέλος ποιημάτων, π.χ. «Περιπλάνηση» (σελ. 14): «Πόσο την κούρασε η λέξη/ χιόνι», ή «Ύλη σιωπής» (σελ. 15): «Σκόνη δημιουργεί το ασήμαντο/ χιόνι το καταστρέφει»] αρθρώνουν μια αισθητική του τραύματος μέσα στο ωραίο, ταυτίζουν το ωραίο με το άρρωστο, το σιωπηλό, το αιμορραγικό, το τρομώδες. Υπάρχει, βέβαια, και μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που γράφει ο Τρακλ και στον τρόπο που γράφει η Καλογεροπούλου: η Καλογεροπούλου ονοματίζει τις έννοιες συχνότερα και τις σπρώχνει στο κέντρο του ποιήματος (βλ. «σιωπή»). Θα τολμήσω να πω ότι στην Καλογεροπούλου εμφανίζονται απροκάλυπτα τα σύμβολα που στον Τρακλ συνήθως υφέρπουν ή ο ίδιος ο αναγνώστης του πρέπει κάπως να οδηγηθεί σε αυτά, να τα εντοπίσει και να τα αξιοποιήσει για να ερμηνεύσει αυτό που διάβασε (βλ. «καθρέφτης»).

Η διαφορά αυτή θεωρώ πως είναι ευκρινέστερη σε στοιχεία όπως στην κλιμάκωση του θανάτου, όπου διακριτικές υπομνήσεις του κάτω κόσμου ή ενός αόριστου περιβάλλοντος μετά τη ζωή συνυπάρχουν με τη νεκρότητα, ώσπου μεταβάλλονται πλήρως σε αυτή. Τέτοια κλιμάκωση έχουμε στα πρώτα ποιήματα:

  • στη «Δοκιμασία» (σελ. 11): «Πήγα/ και βρήκα άδειο/ το ουράνιο δίχτυ με τα θαύματα/ μόνο τα μαύρα χειρόγραφα/ του κάτω κόσμου διάβασα/ […]»,
  • στην «Περιπλάνηση» (σελ. 13): «Απέραντο κι ανυπαρξία μαζί/ είναι ο άνθρωπος/ κι ο δρόμος της, δρόμος για ένα πρόσωπο/ της δίδαξε τον τρόμο της αντοχής/ των εύθραυστων πραγμάτων// Η απλότητα της απελπισίας/ της έφερνε την αγωνία των νεκρών/ που έφευγαν για να ξαναγεννηθούν/ […]»
  • στη «Φωνή» (σελ. 16): «Να έρθεις απ’ το σπίτι, μου είπε/ η μητέρα/ εφτά μήνες τώρα πεθαμένη»,

με αποκορύφωμα το ποίημα «Πρόσ/φυγες» (σελ. 22-23), όπου συλλογικό/κοινωνικό και ατομικό/υπαρξιακό συμπλέκονται για να αποτυπώσουν τον θάνατο ως κατάσταση. Σε αυτό το ποίημα φαίνεται ιδιαίτερα και ένα άλλο στοιχείο που διαφοροποιεί την Καλογεροπούλου από τον Τρακλ: η βία, η οποία δεν υπονοείται ούτε διαμορφώνεται πάντα με τέτοιο τρόπο ώστε να εντάσσεται στη σιγή του τοπίου, αλλά συχνά αποτυπώνεται σε μια μορφή πιο συμβατική. Για παράδειγμα, λίγο πριν από το ποίημα «Πρόσ/φυγες», το ποίημα «Αυτοψία» κλείνει με τους ακόλουθους στίχους: «Ναι! Έχει μια μυρωδιά/ αυτή η επίγνωση της κόλασης// απόγνωση» (σελ. 20).

Δηλαδή, η ποίηση της Καλογεροπούλου είναι ανά σημεία λιγότερο “ερμητική”, πλησιάζοντας περισσότερο τον Ρομαντισμό παρά τον Εξπρεσιονισμό. Παρ’ όλα αυτά, τα ποιήματα της συλλογής δεν παύουν να ακολουθούν εξπρεσιονιστικές αρχές, αποτυπώνοντας έναν κόσμο χωρικά ασαφή και χρονικά ασταθή. Το φυσικό περιβάλλον είναι απαλλαγμένο από την εξωτερικότητα, ακόμα και όταν τη μιμείται. Είναι αποκλειστικά εσωτερικό, ένας ψυχικός χώρος, ένα εννοούμενο ερείπιο. Δεν υπάρχει τοπίο για να αναπαρασταθεί. Αυτό που υπάρχει μπορεί μονάχα να μνημονευτεί. Ενίοτε και το ρομαντικό τοπίο έχει αυτή τη λειτουργία, εν γένει όμως δεν ταυτίζεται με το εξπρεσιονιστικό.

Στον Ρομαντισμό, η γενική αντίληψη της φύσης αφορά μια ιερή και επανορθωτική λειτουργία. Ο ρόλος που της αποδίδεται είναι αυτός του οδηγητή, του θεραπευτή ή, σε έσχατο στάδιο, της Μούσας. Για τούτο και η εικονολογία της είναι συχνά βουκολική και ακόμα συχνότερα “απο-ανθρωποποιημένη”, δηλαδή ιδεαλιστική. Ως αντανάκλαση του συναισθήματος, η ρομαντική φύση παραπέμπει σε έναν ήσυχο θρήνο, ενώ, ως φορέας του Υψηλού, προσβλέπει στην ανύψωση του πνεύματος. Στον Εξπρεσιονισμό, αντίθετα, η γενική αντίληψη της φύσης διακρίνεται από αλλοίωση, ένταση και δυσφορική μεταβλητότητα. Ο ρόλος που της αποδίδεται είναι αυτός του συμβόλου της εσωτερικής ταραχής, του εσωτερικού χάους. Ως αντανάκλαση του συναισθήματος, η εξπρεσιονιστική φύση παραπέμπει στη μανία, στην αγωνία, στην ενστικτώδη μεταιχμιακότητα, ενώ, ως φορέας του Υψηλού, εκθέτει στον τρόμο, στο χάος, συχνά μάλιστα και στην αγνωσία. Η φύση της Καλογεροπούλου είναι καθαρά εξπρεσιονιστική, ακόμα και όταν η επιλογή των λέξεων δανείζεται κάτι ρομαντικό.

Η χρονολογική δομή των ποιημάτων της συλλογής, από την άλλη πλευρά, είναι ελλειπτική. Τα περισσότερα εκφέρονται από μια φωνή σε παύση, αναμονή ή διαδικασία μνημόνευσης. Αυτό το χρονικό μεσοδιάστημα (ούτε πριν ούτε τώρα) συνιστά μια μεταβατικότητα που μόνο ο Μερλώ-Ποντύ θα μπορούσε να εξηγήσει: το βλέμμα δεν πιάνει το πράγμα, αλλά το πέρασμα του πράγματος. Έτσι και το παρόν στο βιβλίο της Καλογεροπούλου είναι η σκιά της απουσίας, ο απόηχος ενός βιώματος που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Κι ετούτο το ανολοκλήρωτο επίσης δεν είναι ρομαντικό στον πυρήνα του. Η αρνητικότητά του εγκλωβίζει, δεν εξυψώνει. Το τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας του βιβλίου, «Αστείο» (σελ. 26), παρά τον “παραπλανητικό” τίτλο του και το όλο παιχνίδισμα με το ανολοκλήρωτο («Υπάρχει κάτι που δεν προλάβαμε/ Το ξέρω/ Μα δεν θέλω να ξέρω/ […]»), δεν περιέχει στοιχεία ρομαντικής ειρωνείας, αλλά, αντίθετα, μια αποτύπωση της ζωής ως φάρσας, που δεν αφυπνίζει εξεγερμένους, αλλά κοιμίζει τα έρμαια.

Η επόμενη ενότητα του βιβλίου τιτλοφορείται «Νύχτες» και η μεθεπόμενη και τελευταία του βιβλίου «Ίσως η σιωπή». Μολονότι στην πρώτη ενότητα η σιωπή υφίσταται επίσης, στις άλλες δύο ενότητες κυριαρχεί ως πρωτογενές υλικό και αυτό τις συνδέει μεταξύ τους βαθύτερα απ’ όσο συνδέονται συνολικά με την πρώτη ενότητα.

Εντούτοις, η σιωπή της ενότητας «Νύχτες» είναι κάπως διαφορετική από τη σιωπή της ενότητας «Ίσως η σιωπή». Είναι σχεδόν προπαρασκευαστική. Στην Καλογεροπούλου γενικώς, όπως στον Τρακλ, η σιωπή δεν είναι απουσία γλώσσας αλλά παρουσία τού μη εκφράσιμου. Στον Τρακλ, η σιωπή αυτή είναι συχνά κοσμολογική: ένα προ-λεκτικό χάος, όπου αποκαλύπτεται η πνευματική έλλειψη. Γι’ αυτό και στο τέλος πολλών ποιημάτων του εμφανίζεται εκείνο το μεταφυσικό λυκόφως, ένα σημείο όπου η λέξη αδυνατεί να αποδώσει την πνευματική αγωνία. Στην Καλογεροπούλου, όμως, η σιωπή γίνεται πιο χειροπιαστή, οικεία και εσωτερική. Δημιουργεί ένα πεδίο αναμονής.

Η ενότητα «Νύχτες» ξεκινά με το ποίημα «Ίσως» (σελ. 29), που λέγεται μόνο για να αναιρεθεί – το «ίσως» θα καταλήξει σε ένα «ίσως όχι». Στο επόμενο ποίημα, «Βαθιά όσο η θάλασσα» (σελ. 30-31), τίθεται η βούληση μιας έκφρασης, μιας αποτύπωσης, που βέβαια δεν έχει ακόμα συντελεστεί και τίποτα δεν την εγγυάται: «[…]/ Έχετε ένα κομμάτι χαρτί;/ […]/ Οι λέξεις μ’ αγαπούν/ […]» (σελ. 30) και «Θέλω να δώσω όνομα σε κάτι/ που ποτέ πριν δεν είχα/ φανταστεί» (σελ. 31). Παρακάτω, στα ποιήματα «Πτώση» (σελ. 32) και «Ο κήπος τη νύχτα» (σελ. 33-34) η γλώσσα κυμαίνεται ανάμεσα στην αποδεκτή διάψευση και, όχι στη σιωπή, αλλά σε κάτι χειρότερο: στην έξωθεν αποσιώπηση:

Σε κάθε τους συνάντηση
τον άφηνε να πιστεύει
πως την εξαπατά

[…]

Μα η πλήξη της πρόβαλλε
σαν αστραπή
κάθε παιχνίδι έχει ένα τέλος

[…]

(«Πτώση»)
Μπήκαν νύχτα κι άρχισαν να κόβουν
Τι κάνετε εκεί, τι κάνετε; φώναξα
δεν πρόλαβα
τα πήραν κι έφυγαν

[…]

Μίλησαν για αυτοχειρία
εγώ για εκδίκηση

[…]

(«Ο κήπος τη νύχτα»)

Το αμέσως επόμενο ποίημα, «Μονόλογος» (σελ. 35), σημαίνει το τέλμα της γλώσσας ως το αποτέλεσμα της ειρήνης που συνάφθηκε με τη διάψευση και την αποσιώπηση. Σημαίνει την απόλυτη αποκοπή, τη σχάση που ξεφεύγει από τη λέξη και έκτοτε θα απλώνεται ανεξέλεγκτα στον χώρο και στον χρόνο. «Έρχομαι απ’ τη χώρα που κανείς/ δεν είναι για κανέναν», λέει η Καλογεροπούλου στο εκπληκτικό ποίημα «Ιούλιος της επιθυμίας» (σελ. 36), και «Χωρίς σώμα έρχεσαι/ λέξη από πόρτα ανοιχτή […]», στο ακόλουθο «Στην κάννη του χρόνου» (σελ. 37).

Σε αυτή την ενότητα υπάρχει οπωσδήποτε μια ερωτική υπόνοια, αν και οι στίχοι δεν επιτρέπουν να αναγνωστούν αποκλειστικά ως ερωτικοί. Ο έρωτας δεν εμφανίζεται σε καμία περίπτωση με τον παραδοσιακό, εξομολογητικό τρόπο, αλλά υπαινικτικά, θρυμματισμένα και συχνά ως απόηχος, που εντάσσεται στο ευρύτερο τοπίο της απώλειας, μέσω της οποίας παρίσταται πάντα, αντί να εκφέρεται ευθέως. Είναι ο έρωτας που έχει ήδη συμβεί, που δεν ολοκληρώθηκε, που έχει διαρραγεί από τον χρόνο ή κάποια μη κατονομαζόμενη τραγωδία. Η παρουσία του ερωτικού προσώπου γίνεται συχνά πιο ισχυρή από οποιαδήποτε παρουσία – λειτουργεί ως εσωτερική ελλειπτικότητα μέσα στους στίχους. Για παράδειγμα, η αφαιρετική χρήση ρημάτων και αντωνυμιών από την Καλογεροπούλου, ή η παντελής έλλειψή τους, οδηγεί τον αναγνώστη σε μια σχέση με τον Άλλο που δεν είναι ποτέ απολύτως συγκεκριμένος. Δεν γνωρίζουμε ποιος είναι, δεν γνωρίζουμε καν αν υπήρξε. Το μόνο που υπάρχει από αυτόν είναι το ίχνος του, που ποτέ δεν καταλαβαίνουμε εάν είναι υπαρκτό, επινοημένο, ή βασισμένο σε μια ξένη αντίληψη.

Έτσι, πολλά ποιήματα, κυρίως αυτής της ενότητας, αποπνέουν ένα ερωτικό πένθος, όπου το βάρος, όμως, πέφτει στο πένθος, όχι στον έρωτα. Επειδή ο έρωτας, όποτε εμφανίζεται, εμφανίζεται ήδη τραυματισμένος, σκοτεινός, τις περισσότερες φορές άρρηκτα συνδεδεμένος με την εμπειρία της θραυσματικής ανάμνησης. Γι’ αυτό τα ποιήματα δεν αφορούν τον έρωτα, αλλά μια κατάσταση μετά τον έρωτα, εκεί που η μνήμη αγωνίζεται είτε να διασώσει κάτι που διαλύεται στη σιωπή είτε να επεξεργαστεί το παρελθόν. Σε αυτό το πλαίσιο, το ερωτικό στοιχείο της συλλογής γενικότερα είναι συγγενές προς το μεταφυσικό: δεν αφορά μόνο την επαφή, την επιθυμία ή το πένθος της, αλλά και την υπαρξιακή αγωνία για σύνδεση με κάτι που υπερβαίνει το εγώ, αλλά δεν είναι ποτέ πλήρως παρόν, φύσει ή/και θέσει. Ο έρωτας εδώ αγγίζει τη διάσταση του ιερού. Συγκλονίζει, αλλά παραμένει απρόσιτος.

Εδώ υπάρχουν, δε, οι μόνες καθαρές αναφορές στην έννοια του σώματος ή της αγάπης, που και πάλι εμφανίζονται με το σταγονόμετρο, ενώ κατά κύριο λόγο στο βιβλίο δεν είναι άμεσες. Το σώμα είναι συχνά “διαλυμένο”, χαμένο, αφανές ή “αποδομημένο”. Επομένως, ο έρωτας δεν εκδηλώνεται ως σωματικότητα, αλλά ως ανάμνησή της, ένα θολό πισωγύρισμα στην αίσθηση του αγγίγματος, μια επιθυμία χωρίς αντικείμενο. Η απουσία του σώματος καθιστά κάθε ερωτική αναφορά ενσώματη μέσω της έλλειψης. Λέγεται στο ποίημα «Στη σκάλα του υπογείου» (σελ. 44):

Καλή είναι μόνο η αγάπη, είπε
αυτή κρατά τη γη ζεστή
και
το ξημέρωμα κρεμάστηκε
από το ποίημα
που έγραψε τα μεσάνυχτα
για να σωθεί

Υπάρχει εδώ μια δυνατή αναφορά σε (μεταφορική) αυτοχειρία, όπως στο ποίημα «Ο κήπος τη νύχτα», το οποίο συνδέεται με την αποσιώπηση. Στη «Σκάλα», είναι εμφανές πώς η αγάπη ως μνήμη, ως αποτίμηση σχεδόν –και βέβαια η αγάπη ως συναίσθημα και ψυχική, νοητική ή πνευματική κατάσταση παρά ως σωματικός δεσμός–, παράγει ή, έστω, στέφει το τέλος της γλώσσας, τη συνειδητή ματαίωσή της. Κι αυτή η ματαίωση αντιστρέφει την παραδοσιακή συμβολική του χρόνου, τοποθετούμενη το ξημέρωμα, ενώ η ελπίδα της σωτηρίας τοποθετείται στο μέσο της νύχτας. Αυτό καθιστά τη χρονικότητα της Καλογεροπούλου απροσδιόριστη και αδιαμόρφωτη. Οι εικόνες των ποιημάτων μοιάζουν με αποτυπώσεις ενός κόσμου χωρίς συγκεκριμένο παρόν, σαν μια σκιαγράφηση ενός παλαιότερου, φθαρμένου χώρου. Ο χρόνος μαστίζεται από μια διαδικασία αυτοματοποίησης και απο-αυτοματοποίησης του τώρα. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο της εν λόγω συλλογής πολύ δυσκολοχώνευτο συναισθηματικά και αντιληπτικά σε σχέση με την εσχατολογική χρονικότητα του Τρακλ, όπου ο χρόνος παρουσιάζεται ως αιώνια επιστροφή του τέλους και όπου ο φυσικός κόσμος καθρεφτίζει τη φθορά της Ιστορίας και της ύπαρξης.

Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, ο έρωτας τίθεται ως μια από τις εκφάνσεις της σιωπής στο βιβλίο. Δεν είναι απλώς μια (έστω ενθυμούμενη) εμπειρία, αλλά μορφή του ανείπωτου. Όπως και ο θάνατος και ο χρόνος, έτσι και ο έρωτας αρνείται να ειπωθεί. Η γλώσσα δεν είναι ικανή να τον αποδώσει. Η σιωπή δεν είναι απουσία του έρωτα, αλλά ο τόπος όπου ο έρωτας έχει γίνει μνήμη και η μνήμη, με τη σειρά της, επιχειρεί να γίνει ποίηση. Γενικότερα, δηλαδή, ο έρωτας δεν είναι επ’ ουδενί ειδυλλιακός, αλλά ένα υπαρξιακό συμβάν που έχει ήδη παρέλθει, ενώ η ποίηση είναι μια απόπειρα διάσωσης για τα απομεινάρια, που όμως μπορεί να μην καταφέρει τελικά να διασώσει τίποτα. Είναι ένας έρωτας χωρίς πρόσωπο, χωρίς παρόν, βαρύς και ακίνητος. Μια ερωτική επιθυμία που λιμνάζει μέσα στο ίχνος, στη λέξη που μόλις αποσιωπήθηκε, που έφτασε πολύ κοντά στο να γραφτεί αλλά δεν γράφτηκε.

Κατόπιν, στην ενότητα «Ίσως η σιωπή», η γλώσσα έχει χάσει αμετάκλητα τον ρόλο της ως εργαλείου σηματοδότησης και γίνεται απλώς αποτύπωμα της αλαλίας. Η ελλειπτικότητα και αφαιρετικότητα των ποιημάτων, συχνά με την απουσία συντακτικής συνοχής, στίξης, εσωτερικού μέτρου και μιας ιδέας, εν πάση περιπτώσει, μουσικότητας, διαμορφώνουν μια μορφική ασυνέχεια που δηλώνει σκόπιμη αποστροφή προς τη ρητορική αρτιότητα. Κάπου κάπου υπάρχουν έκδηλα αυτοαναφορικοί στίχοι, ως δήλωση πως η ίδια η ποίηση επιλέγει να σιωπά, να αντλεί μονότονα από την απώλεια. Σε αυτή την ενότητα φαίνεται πώς το υποκείμενο, γνωρίζοντας την ανεπάρκεια του λόγου, επιλέγει να δηλώσει το μόνο που απομένει: το ίχνος, το αποτύπωμα, όχι ένα ρομαντικό απόσπασμα, αλλά μια απλή, παροντική αποδιοργάνωση. Στο «Animus» (σελ. 61), το πρώτο ποίημα της ενότητας, γράφει η Καλογεροπούλου:

Αυτό το ποίημα
θα μπορούσε να είναι το τελευταίο
μα δεν είναι
Ας πούμε πως εκσφενδονίζει το ξίφος του
σ’ έναν καθρέφτη
κι αυτός λέξη τη λέξη
τέχνασμα που διαρκεί
όσο ένα ξεγέλασμα του πόνου
τ’ αποκρούει
Για αυτό
δίχως ρωγμή δεν υπάρχει ποίημα
ούτε καθρέφτης δίχως απουσία.

Άλλοι στίχοι στην ενότητα έχουν την ίδια αυτοαναφορικότητα, με τη λέξη «λέξη», που εμφανίζεται πάρα πολύ συχνά, ή λέξεις όπως «συλλαβίζω» / «συλλαβή», «γράφω», «γλώσσα», «σελίδα», αλλά και άλλες λέξεις, όπως «σιωπή», «μνήμη», «Ιστορία», που δεν αναφέρονται στην πράξη της γραφής, αλλά στα ριζώματά της ή στους σκοπούς της.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει το παράδοξο ότι αυτή η ενότητα, όσο εκτυλίσσεται, μοιάζει να προσπαθεί να αναιρέσει την τραγική διαστρέβλωση του ποιήματος «Στη σκάλα του υπογείου». Η κατηφής αυτοαναφορικότητα σκοντάφτει, από ποίημα σε ποίημα, σε μια επίμονη αντιδιαστολή του φωτός, της καθαρότητας ή άλλων εννοιών, όπως της αναγέννησης και της ανάκτησης σχέσεων από εναλλακτικές οδούς (μέσω ρημάτων όπως «βλέπω», «ανθίζω» κ.λπ.). Ακόμα και η νύχτα σε αυτή την ενότητα πολλές φορές διατηρεί την ελπιδοφόρα χροιά της «Σκάλας», χωρίς να την ακυρώνει με ένα “φωτεινό” τέλος. Το φως είναι καθαρό φως, η νύχτα μοιάζει ζεστή και φιλόξενη, ο χρόνος, για λίγο, ανακτά μια οικεία συνοχή. Τούτα δεν αίρουν το βάρος των συνθηκών, υπενθυμίζουν, όμως, ότι η προσπάθεια της γραφής να διασώσει αυτό που σβήνεται, να ονομάσει αυτό που δεν έχει λέξεις, να κατοικήσει τον χρόνο της μνήμης έχει την αξία της, άσχετα από την επιτυχία ή την αποτυχία της. Η γλώσσα του φωτός, που διέπει την τελευταία ενότητα του βιβλίου, μοιάζει με μια γλώσσα δεύτερης τάξης – με το αρχείο μιας προηγούμενης γραφής, που μπορεί να διατηρηθεί. Αυτή η γλώσσα αλλάζει το νόημα της παρουσίας της. Είναι παρούσα όχι με την έννοια της κυριαρχίας στο τοπίο, αλλά με την έννοια της ευαλωτότητας. Συνειδητά αποτυγχάνει να αρθρώσει, και ακριβώς γι’ αυτό μεταφέρει κάτι αυθεντικότερο: τη γυμνή εμπειρία του τραύματος, της επιθυμίας ή της απώλειας. Υφίσταται, λοιπόν, η οπτική (και ποιητική) επιτέλεση της γλώσσας. Είναι μια γλώσσα άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χειρονομία, με την πράξη της γραφής. Γραφή δεν σημαίνει μόνο «τι λέγεται», αλλά και «πώς φαίνεται». Η εικόνα της γλώσσας είναι ισότιμη με το περιεχόμενό της.

Αν και το βιβλίο δεν περιέχει οπτικούς πειραματισμούς, το κίνητρό του, νοητά, προσεγγίζει την εννοιολογική ή την οπτική ποίηση, όπου η διάταξη του λόγου λειτουργεί παράλληλα με το σημασιολογικό φορτίο του. Απλώς, εδώ, η σχέση αυτή δεν εκκινεί από μια διάθεση μορφολογικού πειραματισμού, αλλά από ένα βαθιά υπαρξιακό πρόβλημα, για την ίδια τη γλώσσα που μοιάζει να “υποφέρει”, να σπάει, να βουβαίνεται μέσα στη μορφή της. Αυτά τα πάθη καθιστούν τη γλώσσα του βιβλίου πράξη σιωπής και συνάμα επιβίωσης. Η γλώσσα δεν εξηγεί, δεν επικυρώνει και βέβαια δεν ρητορεύει, αλλά επιτελεί και επιμένει. Επιβιώνει ως σώμα, ως χειρονομία, ως ίχνος. Δεν γράφεται για να μεταδοθεί, αλλά για να διατηρηθεί. Γνωρίζει το τραύμα της ανεπάρκειας και το μετατρέπει σε (ποιητική) δυναμική. Και λόγω αυτών θα μπορούσε, τελικά, να ονομαστεί και γλώσσα της εποχής μας: θρυμματισμένη, υπαινικτική, “σιωπηλή” και φυσιολογική, ανθρώπινη.

Σε αντίθεση με την εξομολογητική τάση της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, που γενικώς τη θεωρώ αρκετά προβληματική, η συλλογή της Καλογεροπούλου καλύπτει αβίαστα μια προϋπόθεση που θα έπρεπε να είναι η ελάχιστη για την αποτίμηση μιας γραφής ως ποιοτικής σήμερα: δεν ενδιαφέρεται για αυτοπαρουσίαση. Ενώ αντλεί από τις εμπειρίες της, δηλαδή μπορεί να μαντέψει κανείς ότι πολλά τινά προέρχονται από μια εξατομικευμένη πραγματικότητα, το ποιητικό υποκείμενο παραμένει δίχως όνομα, φύλο, ηλικία, ακόμα και ψυχολογικό βάθος (με την έννοια μιας άκαμπτης προσωποποίησης). Και ετούτο δεν συνιστά αφαίρεση, αλλά εκλέπτυνση. Η απουσία προσδιορισμού δεν αποκλείει τις διόδους προς τους άλλους, αλλά τις ενισχύει. Το τραύμα δεν είναι ιδιωτικό, αλλά οντολογικά κοινό. Κατά συνέπεια, η μνήμη παύει να είναι προσωπική αφήγηση και μετατρέπεται σε υλική υπόμνηση. Το ποίημα δεν ανακαλεί/διηγείται μια ιστορία, αλλά φέρει τη μορφή της απώλειας.

Συμπερασματικά, το βιβλίο Στο μονοπάτι των Σκύλων κουβαλάει μια ποίηση που δεν επιθυμεί να “ερμηνευτεί”, αλλά να διατηρηθεί – ως γεγονός της ύπαρξης, ως υπόλειμμα της γλώσσας, ως η μορφή που απέμεινε από τη σύγκρουση του ανθρώπου με τον χρόνο και τη σιωπή, με τη φθορά. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που επαναδιατυπώνει, εντέλει, το αίτημα μιας ποίησης όχι ως γραμματολογικού φαινομένου αλλά ως πεδίου οντολογικής προβληματικής: Πώς γράφει κανείς, όταν τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί; Πώς προφυλάσσεται η ανάμνηση, όταν δεν υπάρχει πλέον μνήμη; Το ποίημα εδώ ονοματίζει την εξαφάνιση – και αυτό είναι η μόνη έκφραση αντίστασης που έχει σημασία.

Κυριακή 6 Απριλίου 2025

Χρύσα Φάντη: Εφη Καλογεροπούλου.Στο μονοπάτι των σκυλων.Περισπωμένη2024.Βιβλιοπαρουσίαση-κριτική προσέγγιση

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "περί ου"


Χρύσα Φάντη: Έφη Καλογεροπούλου. Στο μονοπάτι των σκύλων. Περισπωμένη 2024. Σελ. 88 ISBN 9786185739591

Στα όρια της αγάπης

Στην έβδομη ποιητική συλλογή της Έφης Καλογεροπούλου, με τον τίτλο, Στο μονοπάτι των σκύλων,  η ποιήτρια, με λόγο συγκρατημένα λυρικό, επιχειρεί να αποτυπώσει την αγωνία της μνήμης, τη μεταβλητότητα της ύπαρξης και τη διαρκή αναζήτηση νοήματος στον χρόνο και τον χώρο. Με γλώσσα που ισορροπεί ανάμεσα στην καθαρότητα και τον υπαινιγμό, δημιουργεί έναν κόσμο θραυσματικό, όπου η πραγματικότητα και το όνειρο, το παρελθόν και το παρόν, η απόγνωση και η ελπίδα διαρκώς διασταυρώνονται.

Τα ποιήματά της, γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, με λιτότητα και ρυθμική διακύμανση που εντείνει το συναισθηματικό τους φορτίο,  δομούνται πάνω σε αντιθέσεις (ύπαρξη – ανυπαρξία, σιωπή – κραυγή, φως – σκοτάδι) που εκφράζονται μέσ’ από  πολύτροπους συμβολισμούς.  Με έναν προσωπικό τρόπο έκφρασης και γραφής, με  γλώσσα καθημερινή αλλά ποιητικά συμπυκνωμένη, με υπαινικτικές εικόνες και αμφίσημα νοήματα, συνομιλούν με τον Υπαρξισμό και τη σύγχρονη λογοτεχνική παράδοση.

Η συλλογή απαρτίζεται από μια πλειάδα αυτόνομων, αλλά μορφικά και θεματικά συγγενών ποιημάτων, και χωρίζεται σε τρία μέρη: «ΧΩΜΑ»- «ΝΥΧΤΕΣ»- «ΙΣΩΣ Η ΣΙΩΠΗ». Εδώ, επιχειρούμε μια πρώτη προσέγγιση των δώδεκα ποιημάτων που περιέχονται στο πρώτο μέρος («ΧΩΜΑ»).


Χ Ω Μ Α



ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ


Πῆγα

νὰ χάσω ἢ νὰ σωθῶ

στὸν ὑδράργυρο τοῦ καθρέφτη

συνάντηση τὴ λὲς αὐτὴ ἢ αἰχμαλωσία;

Αἰχμαλωσία αἵματος ἢ βλέμματος;

[…]

Εἶναι ἡ καλοσύνη ποὺ βαραίνει τώρα

αὐτὴ κι ἡ λύπη της


Στη «Δοκιμασία», η ποιήτρια, αγγίζοντας τον τρόμο της αρχής και τον πανικό του τέλους, πραγματεύεται το δίπολο σωτηρίας-απώλειας θέτοντας ερωτήματα γύρω από την  ελπίδα, την πίστη και την ψευδαίσθηση. Ο καθρέφτης λειτουργεί ως σύμβολο της αυτογνωσίας, αλλά και της παγίδευσης στον εαυτό. Η χρήση ερωτήσεων εντείνει την αβεβαιότητα, ενώ οι επαναλήψεις  δημιουργούν έναν ρυθμικό κυματισμό που αντανακλά τη διαρκή αναζήτηση και την αμφιβολία.  Η τελική στροφή: «Είναι η καλοσύνη που βαραίνει τώρα», αναδεικνύει το βάρος της μνήμης και της συνείδησης.


Σ Τ Ο Δ Α Σ ΟΣ


Δὲν ἦταν δύσκολο νὰ γίνει λέξεις

ἂς ποῦμε θνητότητα ἢ τρυφερότητα

εἶναι κι οἱ δυὸ μιὰ ἀλληγορία

τῆς σιωπῆς

ἕνα κρυπτογράφημα

[…]

μεταμφιεσμένη ἔρχεται

ἡ δοκιμασία καὶ μᾶς βρίσκει

Μέχρι ποὺ φόρεσε

ἕνα ἀνοιχτὸ παράθυρο

καὶ χάθηκε στὸ δάσος


Στο ποίημα με τον τίτλο «Στο δάσος», το φυσικό τοπίο γίνεται αλληγορία της ανθρώπινης ύπαρξης. Το δάσος αποτελεί τόπο δοκιμασίας, όπου ο άνθρωπος πρέπει να χαθεί για να βρει τον εαυτό του.


ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ


Ἔσκαψε νὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ δὲν ἤθελε

νὰ χάσει

[…]

Ἔμαθε πὼς ὅταν λυγίζει τὸ νερό

γίνεται λαβύρινθος

μὰ μὲς στὸ χαλασμὸ ἔβρισκε

τὴν ἐλευθερία της

[…]

Ἀπέραντο κι ἀνυπαρξία μαζί

εἶναι ὁ ἄνθρωπος

[…]

Ἡ ἁπλότητα τῆς ἀπελπισίας

τῆς ἔφερνε τὴν ἀγωνία τῶν νεκρῶν

ποὺ ἔφευγαν γιὰ νὰ ξαναγεννηθούν

Τὴν ἀγωνία ἐκείνων πού

μὲ ἕνα ποτήρι τρέλας μεθοῦσαν

μὲ τὸ ἄστοχο τῆς περιπλάνησης

Πόσο τὴν κούρασε ἡ λέξη

Χιόνι

 

Στην «Περιπλάνηση», η συνεχώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα και ο χρονικός και χωρικός λαβύρινθος της ζωής αντικατοπτρίζονται στο νερό. Το νερό, ως κεντρικό σύμβολο, αποκτά μεταμορφωτικό χαρακτήρα, ταυτίζοντας τη ρευστότητά του με την ίδια την ύπαρξη. Η αποδοχή του παραλόγου και του τυχαίου – η «απλότητα της απελπισίας»─ αναδεικνύει τη διαρκή σύγκρουση ανάμεσα στην προσπάθεια νοηματοδότησης και τη ματαιότητα της αναζήτησης.

 

ΥΛΗ ΣΙΩΠΗΣ

 

Τίποτα δὲν εἶναι καλύτερα φυλαγμένο

ἀπὸ τὸ ἀφύλακτο

καμιὰ ἀλήθεια δὲν χρειάζεται θωράκιση

ἐκτὸς ἂν εἶναι ψέμα

Ὕστερα, ἀνέλαβε ἡ μνήμη

Ἀπέραντα στοργικὴ γνωρίζει

νὰ ἀποσύρεται ἀμέσως ἀπὸ «κάτι»

ποὺ δὲν βρίσκει

[…]

Σκόνη δημιουργεῖ τὸ ἀσήμαντο

χιόνι τὸ καταστρέφει



Στο ποίημα «Ύλη σιωπής», κυριαρχεί η αντίθεση ανάμεσα στο αόρατο και το ορατό, το παρόν και το απόν. Η σιωπή γίνεται ο κατεξοχήν τόπος της μνήμης, ενώ το χιόνι –ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ποίηση της Καλογεροπούλου– συμβολίζει τη συντριβή   και την αναγέννηση. Η χρήση των αντιθέσεων: «τίποτα» – «κάτι», «αφύλακτο» – «καλύτερα φυλαγμένο»─,  ενισχύει την εσωτερική ένταση.  Το ποίημα συνομιλεί με τον υπαρξιακό στοχασμό του Μπέκετ και την τραγική ειρωνεία της ποίησης του Νίκου Καρούζου.



Φ Ω Ν Η


Νὰ ἔρθεις ἀπ᾿ τὸ σπίτι, μοῦ εἶπε

ἡ μητέρα

ἑφτὰ μῆνες τώρα πεθαμένη

Δὲν μπορῶ νὰ βρῶ το δρόμο

χάθηκα, τῆς λέω

ψάχνω

μὰ ἔχασα το δρόμο

Θὰ τὸν βρεῖς, μοῦ λέει

ἡσύχασε

θὰ τὸν βρεῖς

Εἶμαι πάντα ἐδῶ καί σε

περιμένω


Στη «Φωνή»,  ένα από τα πιο συναισθηματικά φορτισμένα ποιήματα της συλλογής,  το φάντασμα της μητέρας λειτουργεί ως χάσμα, αλλά και ως γέφυρα, ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών. Η φωνή της μητέρας που καλεί, αλλά και η αδυναμία εύρεσης του δρόμου, παραπέμπουν σε μοτίβα της ορφικής παράδοσης και της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Η απλότητα της γλώσσας και η ελάχιστη χρήση μεταφορικών σχημάτων εντείνουν τη δραματικότητα του ποιήματος.


ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ


Ἀκου! Ἄκουσε αὐτὸν τὸν ἦχο

ἄρχισε πάλι

ἠλεκτρικὲς καμπάνες, Ἄγγελοι

ἀδειάζουν ἀπ τὸ στῆθος τους νερό

ἑφτὰ ἄνεμοι μαζί, ὁρμοῦν

στοὺς καταρράκτες

κι ἡ παλίρροια ἀπ᾿ τίς κραυγές τους

σοῦ τρυπᾶ τὰ αὐτιά

[…]

Εἶναι ἡ πτώση ἀνεστραμμένη ἄνοδος

ἢ διάβασε λάθος τὰ σημάδια;

Ἀγγελε τοῦ πικροῦ νεροῦ

τῆς ἀλήθειας νερὰ μιλῆστε

δεῖξτε της αὐτὸ ποὺ ἀγνοεῖ

Σὲ ποιά θάλασσα γλιστρᾶς

μὲ πανοπλία

ποιό δάσος σιωπῆς διασχίζεις

μὲ κραυγές;

ποιά παγωμένη ἔρημο ἀναφλέγεις

κάθε νύχτα;

Μιὰ ἐναντίωση στὸ τίποτα

εἶναι ἀρκετή

μετὰ φαντάσματα σκαρώνει

τὸ ἐφήμερο

[…]

Νὰ γίνεις αἷμα, εἶπε

Ἀλήθεια

Νὰ σωθεῖς, εἶπε


Στο ποίημα «Αισθάνεται το βάρος της», ένα από τα πιο δυνατά ποιήματα της συλλογής, κυριαρχούν οι θρησκευτικές και κοσμογονικές εικόνες, με αναφορές σε αγγέλους, καμπάνες και στοιχεία της φύσης που αποκτούν μεταφυσική υπόσταση. Η ποιήτρια πραγματεύεται τη σχέση της με την πίστη, τη μνήμη και τη θνητότητα, καταλήγοντας στην υπαρξιακή εντολή: «Να γίνεις αίμα, είπε / Αλήθεια / Να σωθείς, είπε//».



ΑΥΤΟΨΙΑ


Γιατὶ ὅλα εἶναι εἰκόνες

Ἐρείπια ἐν ἐξελίξει, ὄχι μνημεῖα

χρόνος. Μόνο

Κι αὐτὸς ποὺ ἀρνεῖται νὰ εἶναι

εἶναι συνένοχος σιωπῆς

Χαμένος

Χαμένοι ὅλοι

στὶς μικρές μας βροχές

Γιατί ὑπάρχει χρόνος

Γιατί δὲν ὑπάρχει χρόνος

Γιατί δὲν ἔχει νόημα, τὸ νόημα

[…]

Ζῶο κι ἐγὼ σὲ αἰχμαλωσία

[…]

Ἱκέτες, ὄχι ἐκδρομεῖς

Ἱκέτες ὅλοι μας στὴν ἐκκλησία

τῶν δέντρων

[…]

Ναί ! Ἐχει μιὰ μυρωδιά

αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση τῆς κόλασης

απόγνωση


Ο τίτλος «Αυτοψία» χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει μια εξεταστική  και, σε κάθε περίπτωση,  ψυχρή και αποστασιοποιημένη ματιά πάνω στην πραγματικότητα. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε ιατροδικαστικά και ερευνητικά πλαίσια, προσδίδοντας αίσθηση αντικειμενικότητας αλλά και θανάτου. Η ποιήτρια επιλέγει αυτήν τη λέξη για  τίτλο στο ποίημα της,  για να δείξει μια ζωή που παρουσιάζεται ως παράλογη και χωρίς εγγενές νόημα. Οι αντιφατικές διατυπώσεις, τα λεκτικά παιχνίδια, όπως και οι επαναλήψεις («Χαμένοι», «Γιατί», «σκόρπιοι»), ενισχύουν αυτήν την αίσθηση, αγγίζοντας φιλοσοφικά θέματα,  με βασικούς άξονες την παροδικότητα, τη μοναξιά, την αιχμαλωσία και το παράλογο.

Ο χρόνος ως φθορά: «Ἐρείπια ἐν ἐξελίξει, ὄχι μνημεῖα», αντανακλά την ιδέα ότι τίποτα δεν διατηρείται ακέραιο. Τα πάντα φθείρονται, με τη ίδια την έννοια του νοήματος να τίθεται υπό αμφισβήτηση: «Γιατί δὲν ἔχει νόημα, τὸ νόημα». Ο άνθρωπος παρουσιάζεται παγιδευμένος, τόσο κοινωνικά όσο και μεταφυσικά: «Ζῶο κι ἐγὼ σὲ αἰχμαλωσία» ─ ενώ η φύση και η ιστορία εμφανίζονται ως αντίθετες δυνάμεις: «Ἡ φύση εἶναι φῶς, μὰ ἡ ἱστορία της αἱμάτων περιπέτεια».  Είμαστε «Ἱκέτες, ὄχι ἐκδρομεῖς»,  δηλαδή εξαρτημένοι και ανίσχυροι.  Και αυτήν την κόλαση τη νιώθει ο άνθρωπος στο πετσί του και με την πιο δυνατή αίσθηση, την όσφρηση: «Ἐχει μιὰ μυρωδιά αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση τῆς κόλασης».


ΔΕΞΙΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΜΟΥ

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ


Τὰ δεμένα ζῶα

ποὺ «ἔφυγαν» μὲ ἕνα τελευταῖο καλπασμό

στὰ ὄνειρά τους

μιὰ πυρακτωμένη στιγμὴ τοῦ χρόνου

τόση δά, στιγμὴ σφιχτὰ δεμένη

σὲ φράχτη ποὺ ἅρπαξε φωτιά

[…]

Κι ἤθελα στὴ θάλασσα τὸ βλέμμα μου

νὰ στρέψω, ἄλλο νὰ μὴ βλέπω

καὶ γύρισα τὸ κεφάλι

θάλασσα μόνο, νὰ δῶ

μὰ θάλασσα πιὰ δὲν ὑπῆρχε


Το ποίημα «Δεξιά στη μνήμη μου υπάρχει ένα δάσος» αντλεί τη δυναμική του από την εικόνα των δεμένων ζώων. Τα ζώα λειτουργούν ως σύμβολα παγίδευσης, μοίρας και θυσίας. Η ακινησία τους («ασάλευτα και στέκονται όρθια») υποδηλώνει τη στατικότητα της μνήμης, αλλά και την αναπόδραστη μοίρα της ύπαρξης. Η τελική αντιστροφή («γύρισα το κεφάλι / θάλασσα μόνο, να δω / μα θάλασσα πια δεν υπήρχε») αποκαλύπτει το αναπόφευκτο της απώλειας. Το βλέμμα που στρέφεται μακριά αποζητά μια διαφυγή, αλλά τελικά έρχεται αντιμέτωπο με το κενό και την εξαφάνιση.

Το ποίημα ακολουθεί μια κατακερματισμένη, κινηματογραφική ροή, με κοφτές φράσεις που ενισχύουν την υποβλητικότητα του δράματος.  Ο τίτλος «Δεξιά στη μνήμη μου» προϊδεάζει για μια προσωπική αναδρομή στο παρελθόν. Το «δεξιά» μπορεί να σημαίνει έναν συγκεκριμένο, σταθερό χώρο στη μνήμη της ποιήτριας, ένα μέρος όπου είναι αποθηκευμένα επώδυνα γεγονότα.  Η εικόνα των δεμένων ζώων που τρέχουν, αλλά παραμένουν ακίνητα, είναι σπαρακτική. Εικόνα καταδίκης.  Τα δεμένα ζώα μοιάζουν με τους καταπιεσμένους, όσους δεν έχουν φωνή, όσους υποφέρουν σιωπηλά. Είναι  παγιδευμένα, όπως ο άνθρωπος.  Η φωτιά στον φράχτη συμβολίζει τη βία της ιστορίας, τον πόλεμο, το αναπόφευκτο τέλος.  Η μνήμη γίνεται φυλακή. Η θάλασσα εξαφανίζεται, και η κόλαση δεν είναι αλλού – είναι εδώ, στη ζωή μας. Τα δέντρα έχουν τη πιο δυνατή μνήμη, γι αυτό μένουν ακίνητα.

 Π Ρ Ο Σ / ΦΥ Γ Ε Σ


Αὐτὴ ἡ γυναῖκα κρατᾶ στὰ χέρια

τὸ νεκρὸ παιδὶ της

το παιδὶ εἶναι νεκρό

Τὸ ποίημα εἶναι νεκρό

κάθε ποίημα εἶναι παιδὶ νεκρό

Μιὰ γυναῖκα ποὺ κρατᾶ ἕνα παιδὶ νεκρό

εἶναι μιὰ γη

δίχως νερό

κι ἡ γυναῖκα δὲ μπορεῖ νὰ γυρίσει πίσω

[…]

Κι ἡ κόλαση εἶναι ἐδῶ

Γιατί ἡ γυναῖκα καὶ τὸ παιδί

κι ἐσεῖς κι ἐγὼ εἴμαστε ἐδῶ

Νεκροί


Στο ποίημα «Προς / Φυγές», ένα από τα πιο σπαρακτικά ποιήματα της συλλογής, η ποιήτρια  πραγματεύεται τον πόνο της απώλειας, μέσα από την εικόνα μιας μητέρας που κρατά το νεκρό παιδί της. Εδώ, η  ανθρώπινη απελπισία αγγίζει ζητήματα μνήμης, τραύματος, απώλειας και της αδυναμίας διαφυγής από το παρελθόν.  «Η γυναίκα κρατά στα χέρια το νεκρό παιδί της»: Η εικόνα είναι αρχέγονη. Θυμίζει τη Pietà (Πιετά) του Μιχαήλ Άγγελου, τις «θρηνητικές μορφές» του Γιάννη Ρίτσου, αλλά και σύγχρονες εικόνες προσφύγων ή θυμάτων πολέμου. Συμβολίζει τη μητρότητα, την απώλεια, τη θυσία.

«Το ποίημα είναι νεκρό»: Η ποίηση δεν μπορεί να σώσει, δεν έχει τη δύναμη να αλλάξει την πραγματικότητα. Αποτυπώνει τον  κύκλο του θανάτου και την αδυναμία επιστροφής: «Το πίσω είναι το παιδί / και το παιδί είναι νεκρό»: Το παρελθόν είναι οριστικά χαμένο. «Και η κόλαση είναι εδώ»: Δεν υπάρχει διαφυγή, η κόλαση δεν είναι μεταφυσική, είναι η ίδια η πραγματικότητα.

Το ποίημα είναι βαθιά πολιτικό, ακόμη κι αν δεν αναφέρεται άμεσα σε κάποιο πολιτικό ή ιστορικό γεγονός. Αγγίζει την τραγωδία του πολέμου, την ανθρώπινη εξαθλίωση,  μητέρες σε εμπόλεμες ζώνες, τον θάνατο αθώων. Αντλεί από τις παραδοσιακές εικόνες θρήνου στη χριστιανική και λαϊκή παράδοση, με την  επαναληπτικότητα («το παιδί είναι νεκρό», «το ποίημα είναι νεκρό») να δημιουργεί μια θρηνητική δομή, μια εφιαλτική, σχεδόν ιεροτελεστική ατμόσφαιρα, παραπέμποντας σε αρχαίες τραγωδίες και μοιρολόγια.  Εκφράζει την πικρή διαπίστωση ότι ο κόσμος δεν αλλάζει –η κόλαση είναι εδώ─, παραπέμποντας στον Υπαρξισμό (Καμύ, Σαρτρ) και  στην ιδέα του Νίτσε ότι  ο άνθρωπος οφείλει  να αντικρίσει κατάματα την πιο σκληρή αλήθεια. Η εικόνα της  γυναίκας με το νεκρό παιδί μετατρέπεται σε σύμβολο καθολικής απώλειας.

Πρόκειται για ένα ποίημα ωμό, δυνατό, που δεν προσφέρει λύτρωση.  Η μορφή του είναι ελεύθερη, ασύνδετη, αποσπασματική, σαν να αποτυπώνει τις σκέψεις και τις εικόνες που αναδύονται χαοτικά στη μνήμη της ποιήτριας. Η γλώσσα είναι λιτή, ωμή, με τις επαναλήψεις («νεκρό», «το ποίημα είναι νεκρό»), να ανακαλούν στη μνήμη μας λαχανιασμένο παραλήρημα. Η ταύτιση του νεκρού παιδιού με το νεκρό ποίημα αναδεικνύει τη διττή λειτουργία (ταυτόχρονα δημιουργία και απώλεια) που εμπεριέχει η ποιητική πράξη. Η τέχνη γίνεται μια άλλη μορφή θανάτου, ένας τρόπος να κρατηθεί κάτι ζωντανό, ενώ ήδη χάνεται.


Σ Ω Μ Α Μ Ε Σ Ω Μ Α


Ὑπάρχουν ἱστορίες ὁλόκληρες

ποὺ μοιάζουν μὲ ἀμμόλοφους

πατᾶς πάνω τους καὶ βουλιάζεις

σὲ ἀμίλητο παράπονο

Ἀλλες χάσκουν ἀνοιχτές, ἐρείπια

ποὺ τὰ ρήμαξε ὁ χρόνος

Κι ἄλλες κρεμασμένες στὴ ράχη

μιᾶς λέξης μένουν ἐκεῖ μετέωρες

γιὰ πάντα

Νὰ ζεῖς γενναῖα τὴ φθορά, σημαίνει

νὰ διασώζεις τὸ ἄφθαρτο

μὲς στὴν ἀγάπη


Το «Σώμα με σώμα», είναι ένα ποίημα συμφιλίωσης με την απώλεια. Υποδηλώνοντας  τη σωματικότητα ως μέσο βίωσης του κόσμου, δομείται σε τρεις ενότητες, καθεμία αφιερωμένη σε διαφορετικούς τύπους ιστοριών: Ιστορίες σαν τους αμμόλοφους (αβέβαιες, εύθραυστες, έτοιμες να καταρρεύσουν), ιστορίες σαν ερείπια (κατεστραμμένες από τον χρόνο), ιστορίες που κρέμονται από μια λέξη (μετέωρες, αιώνιες, αβέβαιες αλλά ζωντανές). Μιλά για την παροδικότητα της ζωής και το πώς η αγάπη μπορεί να λειτουργήσει ως σωσίβιο απέναντι στη φθορά. Η φθορά υπάρχει, αλλά μέσα από την αγάπη, κάτι διασώζεται.

Οι ιστορίες που χάνονται είναι χαμένες ζωές, ξεχασμένες αφηγήσεις, ή ακόμα και πολιτισμοί που διαλύθηκαν στον χρόνο. Επίσης, η φθορά μπορεί να ερμηνευθεί ως μια κριτική στην κοινωνία που αφήνει τις ιστορίες να χαθούν. Υπάρχει και εδώ η έννοια του παροδικού και της αέναης προσπάθειας. Τα ερειπωμένα πράγματα, οι μετέωρες λέξεις και τα αμμολοφικά όνειρα αποτυπώνουν μια αίσθηση εύθραυστης μνήμης και ύπαρξης.  Ο στίχος είναι μικρός, καθαρός, σαν να αναζητά τη μέγιστη ουσία με τα ελάχιστα μέσα. Ο τελευταίος (στίχος) εκφράζει μια κεντρική, οντολογική θέση: «Να ζεις γενναία τη φθορά, σημαίνει να διασώζεις το άφθαρτο μέσα στην αγάπη». Η ζωή και η φθορά πάνε μαζί, αλλά η αγάπη μπορεί να αγγίξει κάτι αθάνατο.


ΑΓΑΠ/Υ

Πένθος εἶναι ἡ ἀγάπη

ἴσως μιὰ λέξη

πρὶν γίνει οὐρὰ σαύρας

ποὺ ἀφήνει

τὸ κορμάκι της

τροφή

στὸ τρυφερὸ σκοτάδι

κι ἴσως πάλι

μιὰ ἀνορθογραφία

τῆς στιγμῆς

μιὰ εὐρύχωρη καμπύλη

ἀγάπ/υ πιὰ κ ὄχι ἀγάπη

ὄρυγμα βαθύ

βαρκούλα

ποὺ μᾶς χωρᾶ μαζί

καὶ πλέει

προσευχή

καὶ ἐράνισμα ζωῆς

σὲ ταπεινό

πανέρι


Ο τίτλος «ΑΓΑΠ/Υ» είναι ένα λεκτικό παιχνίδι. Το «ΑΓΑΠΗ» εμφανίζεται κομμένο, λες και έχει χαθεί κάτι. Το «Υ»  υποδηλώνει ρήγμα («όρυγμα»), διακοπή, μια αποσπασματική αγάπη ή την αγάπη μέσα από το πένθος της απώλειας. «Όρυγμα» σημαίνει χάσμα, σκάψιμο, κάτι βαθύ. Η αγάπη είναι μια πληγή, ένα σκάψιμο στην ψυχή. «Πένθος εἶναι ἡ ἀγάπη».  Είναι σαν να υποδηλώνει ότι κάθε αγάπη περιέχει μέσα της το σπόρο της λύπης, είτε γιατί είναι εφήμερη, είτε γιατί εμπεριέχει τη νοσταλγία του «άλλου». Είναι μια αγάπη ζωντανή και νεκρή ταυτόχρονα, σαν την ουρά της σαύρας που συνεχίζει να σπαρταράει ακόμα κι αφού αποκοπεί.

Η ουρά της σαύρας είναι ένα εκπληκτικά δυνατό σύμβολο: η σαύρα αφήνει την ουρά της για να επιβιώσει. Έτσι και η αγάπη ίσως είναι μια θυσία, μια αποκοπή, μια αυτοϋπέρβαση. «Τρυφερό σκοτάδι»: ένα οξύμωρο – το σκοτάδι δεν είναι απλώς έλλειψη φωτός, αλλά μια μήτρα που τρέφει. Υπάρχει εδώ ένας τόνος θρησκευτικότητας – η αγάπη γίνεται «προσευχή» και «εράνισμα ζωής». Η αγάπη δεν είναι ένα μεγάλο γεγονός, αλλά μικρές, ταπεινές στιγμές. Ταυτόχρονα  είναι  «μια ανορθογραφία της στιγμής», κάτι που δεν ήταν «σωστό», που ξέφυγε, που απέτυχε. Η ανορθογραφία σημαίνει λάθος, παρέκκλιση από τον κανόνα. Η αγάπη είναι κάτι που δεν χωρά στους κανόνες – μια εξαίρεση στον αυστηρό ορθολογισμό της ζωής. Είναι όμως και η  βαρκούλα που μας χωρά μαζί, δεν είναι μόνο  πένθος και «ανορθογραφία», είναι και μέσο διάσωσης.

Σε κάθε περίπτωση, η αγάπη δεν παρουσιάζεται ως κάτι όμορφο ή απόλυτα θετικό – είναι συνδεδεμένη με την οδύνη. Η αγάπη δεν είναι ποτέ ολόκληρη, πάντα κάτι λείπει, πάντα κάτι αλλάζει. Είναι κάτι που διαρκώς ρέει, χάνει, χάνεται και αναγεννάται.  Θυσιάζεται, γίνεται κομμάτια αλλά και αφήνει πολύτιμα κομμάτια πίσω της. Παρόλο που είναι πένθος, ρήγμα, απώλεια, στο τέλος γίνεται κάτι ιερό, κάτι μικρό και πολύτιμο που μαζεύουμε στην καθημερινότητά μας.


Α Σ Τ Ε Ι Ο


στὸν Ν.Α.


Ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν προλάβαμε

Τὸ ξέρω

Μὰ δὲν θέλω νὰ ξέρω

Εἶναι τόσα πολλὰ αὐτὰ ποὺ δὲν θέλω

πιὰ νὰ ξέρω

Ἄς ποῦμε ἂν σὲ ρωτήσω

Κρυώνεις ;

Θὰ προτιμοῦσα νὰ μοῦ πεῖς τὴν ὥρα

Ἢ ἕνα ἀστεῖο γιὰ κάποιον

ποὺ δὲν πρόλαβε

Ἢ ἕνα εὐφυολόγημα ὅπως ὅτι ἡ ἐλπίδα

τὸ καύσιμο εἶναι τῆς ἀπελπισίας

Μὰ ξέρω καλὰ πὼς ἀπόψε

Κρυώνεις

καὶ μέσα μου δὲν ἔμεινε πιὰ κανείς

νὰ ἀκούσει

—ἀντὶ γιὰ μένα, ἔστω αὐτός—

αὐτὸ τὸ καταραμένο

θεόσταλτο

ἀστεῖο


Το ποίημα «Αστείο», αφιερωμένο στον «Ν.Α.», άρα πιθανώς προσωπικό και βιωματικό,   χρησιμοποιεί καθημερινό, απλό ύφος, κάτι που το κάνει πιο άμεσο και συγκινητικό.  Είναι ένα ποίημα για όσα δεν πρόλαβαν να ειπωθούν. Ο τίτλος είναι ειρωνικός.  Η αίσθηση της απώλειας και της συναισθηματικής κενότητας κυριαρχεί, ενώ η ανάγκη για επικοινωνία (ρωτάει «Κρυώνεις;») συναντά την αδυναμία ουσιαστικής ανταπόκρισης. Ο στίχος: «η ελπίδα είναι το καύσιμο της απελπισίας», δημιουργεί  μια πολύ δυνατή αντίθεση που περικλείει όλη τη φιλοσοφία του ποιήματος.


Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ποίηση της Έφης Καλογεροπούλου είναι μια περιπλάνηση στην ανθρώπινη μνήμη, την απώλεια και την αναζήτηση νοήματος. Η ποιήτρια, με σύντομες, κοφτές προτάσεις, δημιουργεί ένα ιδιότυπο αλληγορικό τοπίο, για να εκφράσει  τη δύναμη της  αγάπης και της φθοράς, τη μοναξιά και την ένταση του ανθρώπινου βιώματος. Με ποιήματα που επικοινωνούν στενά μεταξύ τους, τόσο σε θέματα ύφους όσο και περιεχομένου, με έντονες εικόνες, λιτό αλλά υπαινικτικό λόγο, καταφέρνει να δημιουργήσει έναν κόσμο όπου το παρελθόν και το παρόν διαρκώς αναμετρώνται. Η συλλογή της συνομιλεί με τις παραδόσεις της υπαρξιακής και μεταφυσικής ποίησης, ενώ διατηρεί μια βαθιά προσωπική φωνή, που ισορροπεί ανάμεσα στο τραγικό και το λυτρωτικό στοιχείο της τέχνης.