Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Χάρτης Ναυαγίων

 ΑΘΕΑΤΗ ΟΨΗ

Να θυμηθώ το πρόσωπό σου θέλω
στον εξόριστο των ανθρώπων τόπο
σε εγκατάλειψη που μυρίζει θειάφι
άσκοπη κίνηση να κάνω
σε ζώνη απαγορευμένη
εκεί που η ανθρώπινη αγέλη εκπνέει
ζωή σε εκκρεμότητα
γιατί ο θάνατος είναι σύμπτωμα ζωής
κι οι ζωντανοί αγέννητοι νεκροί
που παίζουν ζάρια
τζογάροντας τα πρόσωπά τους
INVISIBLE VIEW
I want to remember your face
in the country of exiles
in abandonment smelling of sulphur
to make an aimless move
in a prohibited area
where the human herd exhales
life in abeyance
for death is a symptom of life
and the living unborn dead
playing dice
staking their faces
Εφη Καλογεροπούλου
Χάρτης ναυαγίων/chart of shipwrecks
μτφρ: Γιάννης Γκούμας
εκδ: μετρονόμος 2017

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

"Οδός Ευτυχίδου"της Χρύσας Φάντη,εκδόσεις Σμίλη

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ  περιοδικό ΦΡΕΑΡ 

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ

Για την «Οδό Ευτυχίδου» της Χρύσας Φάντη – γράφει η Εφη Καλογεροπούλου
22/12/2023
Χρύσα Φάντη, Οδός Ευτυχίδου, Σμίλη, Αθήνα 2023.


«Είπα στην ψυχή μου ησύχασε και περίμενε χωρίς ελπίδα»
T.S.Eliot, Τέσσερα κουαρτέτα
Όταν πήρα για πρώτη φορά στα χέρια μου το μυθιστόρημα Οδος Ευτυχίδου της Χρύσας Φάντη, μού ήρθε ακαριαία στο μυαλό αυτή η στιχομυθία από την εναρκτήρια σκηνή του έργου Μήδεια του Ζαν Ανούιγ:
«Μήδεια: Την ακούς;
Παραμάνα: Ποιά;
Μήδεια: Την ευτυχία. Αλητεύει.»
Στη συνέχεια η ανάγνωση του έργου επιβεβαίωσε την αρχική μου αίσθηση.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος της Φάντη πασχίζουν να συναντήσουν την ευτυχία, μα αυτή πάντα τους διαφεύγει, κρυμμένη πίσω από τα σκαλοπάτια μιας αδυσώπητης κλίμακας –κλίμακας ζωής σαν αυτή που απεικονίζεται στην φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου. Μια κύρια εσωτερική σκάλα που συνδέει τους εσωτερικούς χώρους του κτιρίου, οδηγεί στο διαμέρισμα της οικογένειας του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος, στην οδό Ευτυχίδου, στο Παγκράτι, τη δεκαετία του εξήντα, εκεί, στο διαμέρισμα που ο Πέτρος, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος γεννήθηκε και έζησε με τους οικείους του μέχρι την ενηλικίωση του. Μια σκάλα πού μας υπενθυμίζει διαρκώς, με τις βαθμίδες της, τον λόγο του Ηράκλειτου πως μία είναι η οδός, «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή».
Αλλά αν το καλοσκεφτείς, όλα τα σπίτια ένα πέρασμα είναι.
Αν δεν έχεις τα κότσια να τα αφήσεις πίσω σου χωρίς ενοχή, μπορεί μια μέρα να σε βρουν κρεμασμένο από το ταβάνι ή από κανένα κλαδί στον κήπο τους. Αν δεν σπάσεις λουκέτα, δεν βαρέσεις τις πόρτες τους, δεν πηδήξεις από κανένα παράθυρο, με άλλα λόγια, αν δεν τα εγκαταλείψεις έγκαιρα, τον καιρό που είσαι νέος, σε ρουφάνε στο πι και φι όπως οι σύγχρονες σκούπες (σελ. 21).
Πού οδηγεί αυτό το αίσθημα ιλίγγου που αποκομίζει κανείς κοιτώντας από την κορυφή της σκάλας προς τα κάτω; Βρίσκει ο ήρωας τη λύτρωση σε αυτήν την αέναη κίνηση ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας διαρκώς τις βαθμίδες της δικής του εσωτερικής κλίμακας ή μάταια στέκεται μετέωρος προσπαθώντας να ανασυστήσει τους αρμούς της; Το ερώτημα αιωρείται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου και μένει ανοιχτό κοιτάζοντας αδιάφορα το μέλλον, πιθανώς για πάντα αναπάντητο.
Δεν το βάζω στα πόδια, εξορίζομαι. Έχω αλλάξει τόσες κρυψώνες στη διάρκεια της άτακτης φυγής μου, που μπερδεύω πια τις σπηλιές με τα ερείπια.
(Samuel Beckett, Ηρεμιστικό, 1946)
Ο Σταμάτης Χρήστου, πατέρας του Πέτρου, αριστερός στο φρόνημα, εξορίζεται το 1947 στην Ικαρία. Η αγαπημένη του και μητέρα του Πέτρου, Αγγελική, δέχεται εκατοντάδες επιστολές από εκείνον, καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής του, από τον Δεκέμβρη του ʼ46 αρχικά στην Ασφάλεια Αθηνών, μετέπειτα από τα χρόνια της εξορίας του στην Ικαρία, στη συνέχεια από το Βίτσι και την κατάταξή του στον Εθνικό Στρατό, μέχρι και την οριστική του απόλυση τον Μάρτη του 1950. Ίσως το καψόνι της εικονικής εκτέλεσης με αντάλλαγμα μια δήλωση αποκήρυξης του Κομμουνιστικού Κόμματος και της δράσης του, να διέσωσε τη ζωή του Σταμάτη και να τον έφερε στρατευμένο τελικά στις τάξεις του εθνικού στρατού, να μάχεται κατά των πρώην συντρόφων του.
Είναι η εποχή που οι βεβαιότητες συντρίβονται. Όλοι, αργά ή γρήγορα θα πάρουν το μάθημά τους και ο Πέτρος λίγο πριν κλείσει τα εβδομήντα του, εικοσιπέντε χρόνια μετά την αποδημία του πατέρα βυθίζεται σε ένα χαρτόκουτο πασχίζοντας να ενώσει ψήγματα ζωής. Αποθησαυρίζει επιστολές του πατέρα του, συλλέγει εικόνες από τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, ταξινομεί το υλικό, σκύβει σε αυτό με προσοχή και επιμέλεια. Στην προσπάθειά του να ανασυνθέσει την κατακερματισμένη ιστορία της οικογένειάς του, αλλά και τη δική του, μέσα από μνήμες-σπαράγματα, αφηγήσεις τρίτων, σημειώσεις, κείμενα, επιστολές και φωτογραφίες εποχής, θα αποπειραθεί να δώσει μορφή στο χάος. Τα ταραγμένα χρόνια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας από την εθνική αντίσταση μέχρι τον εμφύλιο και τα Δεκεμβριανά, το Παγκράτι εκείνων των δεκαετιών, με τις ιστορικές παρέες του και τα στέκια τους, οι κινηματογράφοι του, τα καφέ και τα ζαχαροπλαστεία της εποχής, η σταδιακή –μεταπολεμικά– αλλαγή του πολεοδομικού ιστού, μια σμίκρυνση της πραγματικής ζωής, υπό κλίμακα πάλι, περνά στην αφήγησή του και διατρέχει τα σοκάκια και τους παράδρομους της «Οδού Ευτυχίδου».
Κοιτάζουμε τον κόσμο μια φορά, στα παιδικά μας χρόνια.
Τα άλλα όλα είν’ ανάμνηση.
(Louise Gluck, Meadowlands, 1996)
Στην Οδό Ευτυχίδου διαβάζουμε την αλληλογραφία του εξόριστου Σταμάτη προς την Αγγελική, που καταλαμβάνει αναλογικά περίπου το ένα τρίτο της συνολικής έκτασης του μυθιστορήματος. Ωστόσο έχει προηγηθεί η γνωριμία μας με τα πρόσωπα που απαρτίζουν το οικογενειακό δέντρο του κεντρικού ήρωα του βιβλίου. Ως κτερίσματα, σαν ταφικά αναθηματικά δώρα, ανασύρονται από το βαθύ κοίτασμα της μνήμης του Πέτρου στοιχεία του χαρακτήρα και στιγμιότυπα ζωής των προσώπων της οικογένειάς του. Από τις σελίδες του βιβλίου περνά η ενοχική φιγούρα της θείας Μέλπως, ο γενναιόδωρος μακρονησιώτης εξόριστος αδελφός τού πατέρα Σταύρος, η γιαγιά Κατίνα, ο παππούς Θάνος, η γιαγιά Μαρία, η εξαδέλφη και πρώτος εφηβικός έρωτας του Πέτρου, Εύη, και οι πέριξ αυτών. Όλοι κλαδιά ενός δέντρου με ρίζες που φτάνουν μέχρι τη Σμύρνη.
Από την άλλη σκιαγραφείται, με ψυχογραφική δεινότητα, η τραυματική σχέση συνεξάρτησης του Πέτρου με τη μητέρα του Αγγελική, η εσωτερική μετάβαση από την αρχική εξιδανίκευση της μητρικής φιγούρας μέχρι την πλήρη αποκαθήλωσή της, το πένθος του τέλους της σχέσης τους και φυσικά η σχέση του Πέτρου με τον πατέρα του, Σταμάτη. Σχέση που στοιχειώνει τον αφηγητή με το ειδικό της βάρος. Σχέση δύσκολη, αμφίρροπη, βασανιστική, βυθισμένη σε θυμό και ενοχή που την διατρέχει μια υπόκωφη απελπισία.
Δεν υπάρχει τίποτα, ποτέ δεν υπήρξε. Όταν κάποιος μιλά, μιλά με τον εαυτό του και για τον εαυτό του. Όσα λέει, άπαξ και βγουν από το στόμα του, γίνονται ένα με τον αέρα. Μπροστά είναι αυτός και πίσω του πάλι αυτός, αυτός που κοιτά το εγώ του με ύφος συγκαταβατικό, αυτός που είναι οι επιθυμίες του, αλλά στο βάθος το ξέρει: καμιά επιθυμία δεν του ανήκει. Υπάρχει κάποιο σημάδι που να δείχνει αυτό που πραγματικά είναι; Για ένα είσαι σίγουρος: μπροστά στο θάνατο θα εισπράξετε όλοι την ίδια διάψευση (σελ. 394).
Ξέρω πως το κλειδί που προσπαθώ να στρίψω βρίσκεται μέσα μου.
(Lawrence Durrel, Αλεξανδρινό κουαρτέτο)
Η αφήγηση που επιλέγει η συγγραφέας είναι η δευτεροπρόσωπη. Αφήγηση που ακολουθεί ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματός της Πέτρος Χρήστου, εν είδει εσωτερικού μονολόγου. Είναι στην ουσία μια απεύθυνση στο εγώ, αλλά σε ένα εγώ ήδη τοποθετημένο σε απόσταση, στη θέση του εσύ. Μια απόσταση που λειτουργεί απελευθερωτικά και δημιουργικά σε σχέση με τη ροή της αφήγησης. Αλλά κι ένα εσύ μάρτυρας, για να βεβαιώσει την ύπαρξη του αφηγητή, να τον στερεώσει. Το εσύ σαν στήριγμα, δεκανίκι, αβελτηρία. Πρέπει να μιληθεί αυτό που υπάρχει, διότι αλλιώς μπορεί και να μην υπάρχει. Μια κίνηση, μια διαδρομή που ακολουθεί το αρχικό ερέθισμα, διαδρομή ενός αντανακλαστικού τόξου, κατά τον τρόπο που κάθε αισθητικό ερέθισμα συλλαμβάνεται και οδηγείται από τις αισθήσεις. Ο μύθος, η αφηγηματική τεχνική, η αρχιτεκτονική τής σύνθεσης, ο χειρισμός τού υλικού από την συγγραφέα, ο ελεύθερος συνειρμός, οι λέξεις και η οικονομία τους, η σύνταξη και ο ρυθμός τους, το πλήθος των παραπομπών, οι κειμενικές αναφορές και ιστορικές πληροφορίες από το αρχείο του αφηγητή (Εμφύλιος, Δεκεμβριανά, περίοδος 1943-1949 κ.ά.) δημιουργούν ένα πολυμορφικό, πολύτροπο και πολύσημο υπερκείμενο. Η Φάντη εμπλουτίζει σημειολογικά το έργο της, αφενός παρουσιάζοντας τον αφηγητή σαν παρατηρητή του εαυτού του, αλλά και υφαίνει ταυτόχρονα από την άλλη ένα εξόχως διαδραστικό υλικό αλληλεπιδρώντας δυναμικά με τον αναγνώστη. Το πατσγουόρκ έρχεται στο τέλος να διαμορφώσει μια οριακή ισορροπία, ένα πολυπλόκαμο δίκτυο κυτταρικής ζωής σαν το ρευστό μωσαϊκό μιας κυτταρικής μεμβράνης. Η αφήγηση δεν έχει γραμμικότητα, μοιάζει με μια μη γραμμική εξίσωση. Πλήθος μονοπάτια εξασφαλίζουν στον αναγνώστη, μέσω της ασυνέχειας, μια ελευθερία να κινηθεί όπως επιθυμεί, επιλέγοντας τη δική του αναγνωστική διαδρομή. Η συνείδηση κατά την Φάντη συλλαμβάνει την ύπαρξή της μέσα στην αβεβαιότητα, ορίζεται από αυτήν, πέφτει σε ένα ποτάμι με φερτά υλικά χρόνου και ξεβράζεται, μαζί κι αυτή, στην απέραντη θάλασσα της μνήμης, ταλαιπωρημένη αλλά ακόμη ζωντανή

ΕΦΗ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ

Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Προσφυγικό Μπλουζ//W.H.Auden

 "Προσφυγικό Μπλουζ"

W. H. Auden (1907-1973)
Πες πως η πόλη αυτή έχει δέκα εκατομμύρια ψυχές
άλλοι ζούνε σε μέγαρα, άλλοι σε τρύπες μικρές
κ όμως δεν έχει θέση για μας, αγάπη μου, δεν έχει θέση για εμάς.
Είχαμε κάποτε μια πατρίδα και μας φαίνονταν όλα καλά,
ψάξε μέσα στον Άτλαντα και θα τηνε βρείς κειδά
τώρα να πάμε εκεί δεν μπορούμε, αγάπη μου, να πάμε εκεί δεν μπορούμε.
Στο κοιμητήρι του χωριού ένα σμιλάγκι μεγαλώνει
κάθε άνοιξη απ' την αρχή μες στο άνθος φουντώνει
τα παλιά διαβατήρια δεν μπορούν να το κάνουν, αγάπη μου, δεν μπορούν να το κάνουν.
Ο πρόξενος είπε χτυπώντας το γραφείο του εμπρός
"Αν δεν έχεις το διαβατήριο, τυπικά θεωρείσαι νεκρός"
όμως να που ακόμα ζούμε, αγάπη μου, να που ακόμα ζούμε.
Πήγα σε μια επιτροπή, έκατσα να ξαποστάσω
με παρακάλεσαν ευγενικά του χρόνου να ξαναπεράσω
όμως σήμερα πού θα πάμε, αγάπη μου, σήμερα πού θα πάμε;
Ήρθα σε μια συγκέντρωση' σηκώθηκε ο ομιλητής να πει
"Αν τους αφήσουμε να μπουν, θε να μας κλέψουν το ψωμί"
Μιλούσε για σένα και για μένα, αγάπη μου, για σένα και για μένα.
Σαν ν' άκουσα μπουμπουνητά στα ουράνια να κατρακυλούν
ήταν ο Χίτλερ στην Ευρώπη, που έλεγε "Πρέπει να εξοντωθούν"
Α, μας είχε στο νου του, αγάπη μου, μας είχε στο νου του.
Είδα μια σκυλίτσα που φορούσε μια ζακέτα κουμπωμένη,
είδα μια πόρτα ολάνοιχτη και μια γάτα να μπαίνει:
όμως δεν ήταν Γερμανοεβραίοι, αγάπη μου, δεν ήταν Γερμανοεβραίοι.
Τράβηξα στο λιμάνι, στο μόλο στάθηκα μπροστά,
είδα τα ψάρια να τρέχουν στο νερό, δε ζούνε στη σκλαβιά:
μόλις τρία μέτρα μακριά μου, αγάπη μου, τρία μέτρα μακριά μου.
Περπάτησα σ' ένα δάσος, είδα στα δένδρα τα πουλιά'
δεν είχανε πολιτικούς και κελαηδούσαν χαρωπά:
δεν ήταν άνθρωποι σαν και μας, αγάπη μου, δεν ήταν σαν και μας.
Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα χιλιόροφα κτίρια
με χίλιες πόρτες και χίλια παραθύρια
ούτε ένα δεν ήταν δικό μας, αγάπη μου, δεν ήταν δικό μας.
Στάθηκα μες στο χιόνι που 'πεφτε σε μια ανοιχτή πεδιάδα
δέκα χιλιάδες στρατιώτες βάδιζαν στην αράδα:
Ψάχναν για μας τους δυο, αγάπη μου, ψάχναν για μας τους δυο.

Πανόραμα Αγγλικής Ποίησης
μτφρ. Κλείτος Κύρου

εκδόσεις : Τυπωθήτω, 2005

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

MIROSLAV HOLUB

 ΜΙΡΟΣΛΑΒ ΧΟΛΟΥΜΠ [MIROSLAV HOLUB (1923-1998)]

Αγάπη
Δυο χιλιάδες τσιγάρα.
Εκατό μίλια
από τοίχο σε τοίχο
Μια αιωνιότητα και μισή από ολονυκτίες
πιο λευκές κι από χιόνι.

Τόνοι λέξεων
παλιές σαν ίχνη
πλατύποδα στην άμμο.

Εκατό βιβλία που δεν γράψαμε.
Εκατό πυραμίδες που δεν χτίσαμε.

Σκουπίδια.
Σκόνη.

Πικρή
σαν την αρχή του κόσμου.

Πιστέψτε με όταν λέω
ήταν όμορφη.
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός

Σάββατο 16 Ιουλίου 2022

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ ///// ΣΕ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ

 

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ ///ΣΕ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ//Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ (ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΡΕΑΡ

Για τη συλλογή διηγημάτων «Σε θολά νερά» της Χρύσας Φάντη – γράφει η Έφη Καλογεροπούλου
10/07/2022
«Θα σου δώσω μια δεκαρίτσα, αν μου πεις τι σκέφτεσαι»
"Στη φυγή, στους δρόμους, σε μια διαρκή περιπλάνηση, μέσα από μια παλίνδρομη, εσωτερική, αντιφατική πολλές φορές κίνηση, στον ρυθμό της επανάληψης των ημερών τους και της εσωτερικής τους ψυχικής κατάστασης, οι ήρωες των δεκατριών ιστοριών που συγκροτούν τη συλλογή διηγημάτων Σε θολά νερά (εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2021), αναζητούν τον δικό τους χαμένο χρόνο. Σε ένα παιχνίδι πιθανοτήτων, όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα, τα πρόσωπα ζουν βυθισμένα ανεπανόρθωτα μέσα τους ή −μεταφορικά μιλώντας– σε ένα θολό κρυπτικό υδάτινο περιβάλλον. Ρευστά σκηνικά τοπία, εκκρίσεις αναμνήσεων, στιγμιότυπα κόσμων, στοίβες σπασμένων εικόνων που αναδύονται απροσδόκητα από το σηραγγώδες κανάλι της μνήμης, συμφύρονται σε ένα ευρηματικό κολάζ. Η Φάντη περιφέρει τους ήρωες της πάνω σε αυτήν την μεμβράνη του ρευστού μωσαϊκού, όπου οι ψηφίδες του ονειρικού και του πραγματικού συμπλέκονται.
«Μ’ εκρήξεις γέλιου και φοβικά ξεσπάσματα, περιφέρομαι κι εγώ σαν το ψηφιδωτό που χάνει σταδιακά τις ψηφίδες του.
Άλλοτε σιωπώ, άλλοτε φλυαρώ μονάχος μου. Το κορμί μου γυρνά γύρω από έναν κύκλο που κρύβει όλους τους άλλους μέσα του. Κάτι που συνεχώς ξεγλιστρά. Αόρατο. Και σαν να χορεύει Περιδινούμαι μέσα σε αυτόν τον κύκλο. Πλατσουρίζω στις λάσπες. Σηκώνομαι, ξαναπέφτω, και γύρω μου βάτα και σάπια καλάμια και μάτια νεκρά. Νεκρά λέπια ψαριών. Δεν υπάρχει ούτε χωράφι ούτε βιός» (σελ. 126).
Από την περιφέρεια προς το κέντρο και πάλι πίσω προς την περιφέρεια με επαναληπτικά φυγόκεντρες και κεντρομόλες τάσεις, άλλοτε με επιτάχυνση και άλλοτε σε εξουθένωση, οι ήρωές της θα περιπλανηθούν επανα/βιώνοντας ο καθένας και η καθεμία τον δικό τους χρόνο.
Μα είναι τότε που ακριβώς συμβαίνει κάτι μαγικό. Στα όρια αυτής της υπαρξιακής αναζήτησης για τον καθένα από αυτούς ενεργοποιείται και επανασυστήνεται ένας ψυχικός ομοιοστατικός μηχανισμός επιβίωσης. Ενσαρκώσεις, μεταμορφώσεις του αόρατου, μια αλυσίδα από επινοημένα της φαντασίας πλάσματα εισβάλλουν ορμητικά και δένουν τους χαλαρούς υπαρξιακούς αρμούς, εκεί που οι ήρωες ξεμένουν από πραγματικότητα:
«Ένα χταπόδι με κεφάλι μέδουσας απλώνει τα πλοκάμια του στην πλημμυρισμένη αυλή. Η σάρκα ενός δελφινιού χτυπιέται πάνω στον φράχτη και η καρδιά ενός κριαριού ταξιδεύει σαν μάγισσα πάνω από τα σπασμένα δοκάρια της στέγης […]» (σελ. 121).
Αλλά και ο χώρος, ο εκάστοτε τόπος της σκηνικής δράσης εισχωρεί στο σώμα περισσότερο απ’ ότι αυτό σε αυτόν, πολλαπλασιάζοντας πολλές φορές τη δυσφορία των προσώπων.
Ο χώρος μυρίζει φρεσκοκομμένο πριονίδι. Σφραγίζει μιαν ανάμνηση (τη δική σου), που έρχεται από πολύ παλιά και, πάλι θα επανέλθει… Όλα ξέπνοα, αδιάφορα, παραλυμένα, παραλογισμένα. Τα δοκάρια αλλού κρεμάνε, αλλού σηκώνονται. Ατσαλα στα τελειώματα και με κοιλιές στις φόδρες τους, σαν ρούχα κακοραμμένα. («Καλλίστη», σελ. 110).
Χώρος και ανθρώπινο σώμα βρίσκονται σε διαρκή ώσμωση, απότοκο της οποίας είναι μία εμφανής «διαμερισματοποίηση» του σώματος σε συμβολικό επίπεδο. Τα πρόσωπα στοιχειώνονται από την περιπλάνηση για να καταλήξουν με τη σειρά τους σώματα σε φθορά, σε ερείπωση, σώματα ξεχασμένα ή εκμηδενισμένα. Η προσφυγή στη φύση, η θέα της ήρεμης κίνησης του νερού της θάλασσας δύνανται να προσφέρουν στιγμιαία ανακούφιση και παρηγορία, αλλά δεν μπορούν να σιγάσουν τον εσωτερικό «θόρυβο» της ύπαρξης.
«Στα ταβάνια οι σκιές επανέρχονται. Χορεύουν με όλη την καταστροφική τους ένταση, όλη τη γλυκερή τους λύπη. Άλλες μοιάζουν με φίδια. Άλλες με ταπεινά πτηνά και πεταλούδες της νύχτας. Πριν φέξει μεταμορφώνονται σε νυχτερίδες. Οι διαπεραστικές τσιρίδες τους του φέρνουν στο νου μωρά του διαβόλου. Όταν σιωπούν, μοιάζουν νεκροί ακροβάτες. Όπως κι αν έχει, για καλό ή για κακό, μένει ασάλευτος. (σελ. 131).
Συχνά το σώμα των ηρώων είναι σώμα που πάσχει. Εξόριστο ή όχι από το παρόν, το κάθε πρόσωπο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βιώνει τις απώλειες, τον εγκλωβισμό του, την αδυνατότητα να δραπετεύσει από την προσωπική του φυλακή, μέσα από ένα απολύτως υπόδουλο στα συμβάντα σώμα. Σώματα πάσχοντα, σώματα σε ασθένωση ή σώματα που υποφέρουν από κάποιου τύπου εξω/λογική παραμόρφωση, είναι εκείνα των κεντρικών προσώπων στα διηγήματα με τίτλο «Αυτό που δεν έγινε», «Στη χώρα του No man», ή όπως στο διήγημα «Α.Σ.Α/Ανεξέλεγκτη Σωματική Ανάπτυξη».
«Προχώρα», λέω από μέσα μου, «δεν είναι ώρα τώρα να τα βροντήξεις», αλλά από άλογο κούρσας έχω ήδη μεταμορφωθεί σε χελώνα, «προχώρα», λέω, αλλά την ίδια στιγμή μετανιώνω και σκέφτομαι πως, όταν το πράγμα δεν πάει άλλο, καλύτερα να εγκαταλείπεις («Αυτό που δεν έγινε», σελ. 65).

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ

Η σχέση με τη μητέρα, περνά στην αφήγηση σαν σχέση βασανιστική, σχέση επίμονης αναζήτησης, σχέση εξάρτησης καθήκοντος που δεν επιτελέστηκε, παρά έμεινε μετέωρο στον χρόνο, σχέση χάσκουσα όπου η λύτρωση και η ισορροπία δεν έρχονται ποτέ. Ο χρόνος μαζί της, μένει χρόνος παγωμένος, απροσπέλαστος. Στο διήγημα με τον τίτλο «Σε θολά νερά», ο ήρωας επιστρέφει στη γενέτειρά του και με μοναδικό του όχημα τον λόγο, αναζητά τη νεκρή μητέρα υφαίνοντας ξανά με λέξεις τον ομφάλιο λώρο, γυρεύοντας εν αγωνία στο σπίτι των παιδικών του χρόνων το κλειστό περιβάλλον μιας μήτρας, μια σπηλιά, ένα καταφύγιο, για να ηρεμήσει και να σωθεί. Κι αλλού, στο διήγημα «Ελβιέλες», η ανάγκη επιστροφής στην αθωότητα των παιδικών χρόνων, συνοδεύεται από την αγωνιώδη ερώτηση-κραυγή που επαναλαμβάνεται: «Μαμά μ’ ακούς;».
Πρόκειται για ανάγκη επαναβίωσης της σχέσης μάνας-γιού, που αυτή τη φορά προσδοκά να έχει ένα άλλο τέλος, μια άλλη κατάληξη. Ανάγκη που διατρέχει το συγκεκριμένο αφήγημα, ώστε το αρχικό τραύμα της σχέσης να επαναβιωθεί με άλλο τρόπο, να μιληθεί, να ειπωθεί, μέχρις ότου η αρχική πληγή να επουλωθεί.
«[…] όχι, δεν ξέρω αν μπορείς πλέον να συνειδητοποιήσεις το γεγονός ότι κάποτε φάνηκες τόσο αναξιόπιστη απέναντί μου, για χρόνια υποδυόμενη τους ίδιους αντικρουόμενους ρόλους –ενώ εγώ, ο γιός σου, και τελευταίος σου αντικατοπτρισμός, συνεχίζω να σε διεκδικώ ως αποθήκη και καταφύγιο για τα άλλοθι του πιο τσαλαπατημένου σου εαυτού, απομεινάρι σανίδας που πάνω της πολλές φορές προσπάθησες να γαντζωθείς από τότε που ήσουν νέα, από τότε μέχρι και σήμερα, που κατά γενική ομολογία και με βάση τους αριθμούς θα πρέπει να έχεις αγγίξει το μη περαιτέρω» («Ελβιέλες», σελ. 216).
Αινιγματικότητα, ρευστότητα, παράλογο. Η τεχνική της γραφής της Φάντη εστιάζει φέρνοντας τα πρόσωπα κοντά όχι στο βλέμμα μας, αλλά στη νόησή μας, στη συνείδησή μας. Κάθε τους σάστισμα, κάθε πράξη του συνειδητού ή ξάφνιασμα του ασυνείδητου, προβάλλεται στη γλώσσα. Ακόμη και τότε που οι ήρωες κλονίζονται και όλα μοιάζουν χαμένα. Η σχεδόν αδιάφορη επανάληψη του λόγου, η ομιλία, σπεύδει να στερεώσει την ύπαρξη, γεφυρώνοντας το χάσμα. Λέξεις που παρασύρει η ροή και άλλες που επιπλέουν νηφάλια ή βυθίζονται εν αγωνία, συνοδεύουν ένα δραματικό παραμιλητό σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας. Τα πρόσωπα των ιστοριών, κόντρα στην απελπισία τους, επιβεβαιώνουν την ύπαρξή τους επιδιδόμενα σε έναν υποτυπώδη διάλογο.
«Τι γρήγορα που πέφτει η μέρα»
«Άλλη μια μέρα»
«Ελπίζω να μη σε ταλαιπωρώ»
«Μπα, μια χαρά. Αρκεί να μου έλεγες για πού τραβάμε» («Αυτό που δεν έγινε», σελ. 86, 87)
Διαρκής κίνηση, εσωτερική ή εξωτερική, διατρέχει την αφήγηση χωρίς ανάπαυση. Τυρβώδης ροή με δίνες σε θολά νερά, λιβιδινική ενέργεια, άνθρωποι από νερό και λάσπη, ζυμωμένοι όπως όλοι μας από φόβο, ενοχές, ματαιώσεις, εμμονές, συνθέτουν σπαρασσόμενα ψυχικά τοπία, που συνομιλούν μεταξύ τους διαρκώς, ακατάπαυστα, ακόμη κι όταν φαινομενικά παύει κάθε κίνηση.
Κίνηση που περιγράφεται έξοχα από τη φωνή του Ακατoνόμαστου:
«Τα πράγματα που μου συμβαίνουν… περιπλανώνται ολόγυρά μου σαν σώματα που πάσχουν απ’ τη λαχτάρα τους ν’ ακουμπήσουν, απ’ τη λαχτάρα τους ν’ αναπαυτούν» (Σ. Μπέκετ, Ακατoνόμαστος).
Ωστόσο, οι χαρακτήρες των Θολών νερών θα μείνουν όρθιοι ακόμη κι αν ο χώρος γύρω τους καταρρέει, ακόμη κι αν «μυρίζει φρεσκοκομμένο πριονίδι». Η ύπαρξη, ακόμη και σπασμωδική, σκόρπια, ασθμαίνουσα, θα διασωθεί γιατί θα συνεχίσει με όποιο τρόπο μπορεί, να γεννά απ’ την αρχή τον εαυτό της."

ΕΦΗ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ ////ΣΕ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ ///ΕΚΔ ΣΜΙΛΗ

 

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ ΣΕ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ ΕΚΔ: ΣΜΙΛΗ

(…)
“Τι γρήγορα που πέφτει η μέρα».
«Αλλη μια μέρα».
«Ελπίζω να μη σε ταλαιπωρώ».
«Μπα,μια χαρά.Αρκεί να μου έλεγες για πού τραβάμε».
Στον αέρα υπάρχει ένα ξάφνιασμα,υπάρχει εκείνη η στενόχωρη δυσφορία που μοιάζει τόσο με πλήξη,αλλα πίσω από τα λόγια μας οι παύσεις κρύβουν κι ένα είδος αποδοχής,μιάν αποδοχή και μια δόση ανομολόγητης εμπιστοσύνης,μιαν ανακούφιση ίδια μ’ εκείνη που νιώθαμε όταν αλληλοκοιτιόμασταν σιωπηλά και συνεννοούμασταν μια χαρά χωρίς να χρειάζεται να πολυμιλάμε.
Αναρωτιέμαι πώς να είναι το καινούργιο σπίτι σου στο βουνό,θυμάμαι πως κάποτε δεκαράκι δεν έδινες για τα υλικά αγαθά και οι πράξεις σου είχαν κάτι το άυλο,αν και οι λέξεις στο στόμα σου ήταν πάντα γεμάτες σάρκα.Ναι,νιώθω απελπισμένος,μα φταίει που ο ίδιος από μόνος μου έχω απελπιστεί ,από μόνος μου εδώ και καιρό είμαι ένας άνθρωπ ος προδομένος,παραδομένος σε μια μοναξιά που,ενώ μου σκίζει τη σάρκα ,με υπομένει με μυθική καλοσύνη,πάντοτε πρόθυμη να με καθησυχάσει και να με συγχωρέσει,ακόμη και να συγχρωτιστεί για χάρη μου με πράγματα άγνωστα,να διασχίσει μαζί μου τα πιο επικίνδυνα μέρη-μοναξιά που έχει μάθει να με ανέχεται και να μη με κρίνει για τις παρεκτροπές μου,που με ακούει αδιαμαρτύρητα και με προσοχή ,πιστή σαν σκυλί και ερωτική σαν δαμάλα,μοναξιά που,εξαιτίας της εγώ είμαι ένας άνθρωπος μόνος.
“Τι γρήγορα που πέφτει η μέρα».
«Αλλη μια μέρα».
«Ελπίζω να μη σε ταλαιπωρώ».
«Μπα,μια χαρά.Αρκεί να μου έλεγες για πού τραβάμε». (…)
ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ
ΣΕ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ
Απόσπασμα από το διήγημα ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ
Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ ,2021

Κυριακή 10 Απριλίου 2022

ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ///"RED LIGHT DISTRICT"

 ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΡΑΚΤΑΛ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΤΉΛΗ ΛΟΓΟΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

«…κάθε που λέω να επιστρέφω…»

 

μια ανάγνωση του ποιήματος

 της Δήμητρας Δημητρίου,

“Red Light District”** 

γράφει η Εφη Καλογεροπούλου

 

“Red Light District”

 

Κάθε που λέω να επιστρέφω στη θέση μου

στα δεξιά της ορχήστρας

με το γδαρμένο, ξεβαμμένο ξύλινο πάτωμα

τις νύχτες που δεν μπορώ να κοιμηθώ

σ’ εκείνο το υπόγειο

του Esperia

αγγίζω μνήμες εφήμερες

απλωμένες νωχελικά δεσποινίδες

ή σε όρθια θέση

σε ώρα

αναψυχής.

 

Ολόκληρη η Μεσόγειο

δεν είχε ξαναματαδεί

γυναίκα σαν εμένα.

 

Οι αυλικοί

Οι βαθμοφόροι

Ειρηνευτές

Οι κουρασμένοι

Οι πληκτικοί

Νοικοκυραίοι

 

Από τη Βηρυτό, την Αλεξάνδρεια,

την Κύπρο ολάκερη

την ψύχρα του Βορρά

και τα χρωματιστά παζάρια

της Ανατολής

 

Αφήναν κάτω τα κράνη τους και τα μαχαίρια

–μεγάλα, βαριά, καθαρά μέταλλα–

ξεδέναν τα κορδόνια τους

μ’ αδέξιες χειρονομίες

σα μεθυσμένοι από τη στίλβη

του παρόντος

μια μεταμφίεση πυγμής

και στην αφή μου γίνονταν ξανά μωρά

που τα κρατούσα και τα θήλαζα

κι ήξερα μέσα μου

πως θα γεράσουν.

 

Κι ούτε που μ’ έγνοιαξε, στ’ αλήθεια, και πολύ

σαν ο στρατιώτης εκείνος απ’ τις Βάσεις

μου ’πε πως κάποτε, στ’ αυτί, «τούτη θα πέσει η πόλη».

 

Ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνη

είχε μεσολαβήσει μια προκαταβολική εγκατάλειψη

ένα συρματόδετο εμπόδιο

μια ευτυχία αδοκίμαστη

μια απόσπαση·

όπως σφιγμένα δάχτυλα

την άγνωστη ώρα

του ύπνου.

 

Εγώ ξέμεινα πίσω

μετανοιωμένη ή αμετάνοιωτη

τι σημασία έχει;

–κανείς δεν είναι άλλωστε να περιμένει εμένα–

κι ούτε που θα ’θελα –σαν όλους τους– ποτέ μου να γυρίσω.

 

(Η δική μας η κουζίνα σήμερα είναι γεμάτη, λένε, απ’ τ’ άρβυλα

του στρατού.)

 

Δε θα μου λείψει η ερημιά

τοπία θαλασσόβρεχτα

ναυτάκια ντυμένα στ’ ασπρογάλανα

κι ο καπετάνιος εκείνος που θαλασσοπνίγηκε

ούτε της νύχτας το κελί

κι οι γυναίκες εκείνες

στα καλντερίμια

πώς κουβεντιάζουν·

ούτε οι σπαρταριστοί χοροί που εχόρευε η γενιά μου

και το κορμί το ριγηλό της νιότης

ούτε και τότε που εδάγκανα το χώμα

σαν έβγαζα εκείνη

την παχύρρευστη ρητίνη

από το πρόσωπο

κι ανέπνεα βαθιά, κοφτά και συλλαβιστά

κι έλεγα μέσα μου, «κρατήσου!».

 

Ούτε ακόμα

κι εκείνο το αγόρι

με την πικραμένη αγάπη

να στάζει από το στόμα.

 

Μον’ άλλος είναι ο πόνος μου

κι ένα μονάχα σκέφτομαι·

αν είναι κάτι που δεν τ’ άφηκα στην τύχη

αν είναι κάτι που θ’ άξιζε μια τόλμη ή τη ζωή

μια επαλήθευση δεσμού

μια απόδειξη οριστικού

μια υπόνοια έστω αξεδιάλυτου

κάθε που λέω να επιστρέφω στη θέση μου

στα δεξιά της ορχήστρας

είναι εκείνα τα δευτεριάτικα πρωινά

γωνία Αιγίνης και Κυκλάδων

που η γειτονιά

μικρά μωρά

ακόμα και γυναίκες σαν εμένα

τρέχαμε πίσω από το Morris Traveller του ψωμά του Αλκιβιάδη

με τα συρόμενα τζάμια

γεμάτα υγρασία

από τη θέρμη

του ζυμωμένου ψωμιού.

 

Κι η γυναίκα εκείνη

η λευκόχερη

με το ραγισμένο πρόσωπο

τις αιχμηρές γωνίες

τα εξαρθρωμένα σχήματα

και τα βυζιά ανάμεσα στα πόδια

να με κοιτάζει

με την πλάτη στον τοίχο

με μάτια βαμμένα

από μπογιά.

 

Δήμητρα Δημητρίου

 

 

 

Α.

 

Τι σημαίνει άραγε να αναζητάς την αλήθεια σε ένα πρόσωπο, πίσω από ένα ράγισμα, σε μία ακόμη πληγή που εισχωρεί το φως και ζει ο χρόνος, ο κάθετος χρόνος, ο χρόνος της μνήμης;

 

Εκεί «…που ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται/υπάρχουν άραγε/ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες/υπάρχουν άραγε,… η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής/εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας,… ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος/η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής/εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι…» (Γ. Σεφέρης, Ο Βασιλιάς της Ασίνης)

 

Σκέφτομαι πως η ποίηση είναι μνήμη. Είναι ο παλίμψηστος χρόνος της μνήμης. Ο χρόνος κάτοπτρο μα και ο αιμάσσων χρόνος. Ο παγωμένος μα κι ο εύφλεκτος από το βλέμμα, χρόνος.

Σκέφτομαι πως η ποίηση  είναι γλώσσα. Σχέση με τον άλλο άνθρωπο. Αέναη κίνηση, ρυθμός ,εικόνες και αισθήματα που μεταφράζονται σε  χειρονομίες.

Η ποίηση ξέρει να στήνει γέφυρες από το βάθος των θραυσμάτων της ύπαρξης μέχρι την επιφάνεια, από την φθορά και την ματαίωση μέχρι την αναδημιουργία, από την ερείπωση στην αναγέννηση, από το σκότος στο φως και την αλήθεια.

Ποιές λέξεις κάθε φορά αποσπούν το ποίημα από το βασίλειο της σιωπής;  Ποιά λέξη το ερμηνεύει; Ποιά λέξη στη λήθη καταποντισμένη, ανασύρεται και ρηγματώνει τη σιωπή; Υπάρχει συγγνώμη; Ποιος θα μιλήσει  για το ανεπανόρθωτο;

Αν διαφυλαχθεί η μνήμη θα διαφυλαχθεί η σχέση με τον άνθρωπο;

Αυτά και άλλες  παρεμφερείς σκέψεις, μου πυροδότησε η ανάγνωση του ποιήματος «Red Light District” της Δήμητρας Δημητρίου. Ίσως γιατί η ζωή του, προκύπτει, αναδύεται, αναβλύζει κυριολεκτικά από το τσιμέντο. Αυτό το  αισθητά αδρανές, στέρεο, αδιαφανές, βαρύ υλικό που βρίσκεται σε φυσική αντίθεση με την κίνηση, τη  ζωή , τον χρόνο και τη μνήμη.

Αφορμή της γραφής του, όπως αντιλαμβανόμαστε από τις σημειώσεις που συνοδεύουν την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος, υπήρξαν  οι δεκατρείς τσιμεντογραφίες του μοντερνιστή καλλιτέχνη Χριστόφορου Σάββα, που φιλοτεχνήθηκαν το 1965 και διασώζονται στο υπόγειο του ερειπωμένου πια ξενοδοχείου «Esperia Tower» της Αμμοχώστου, στον χώρο που στέγαζε το μουσικό νυχτερινό κέντρο Perroquet. Οι τσιμεντογραφίες  ήρθαν πάλι πρόσφατα στο φως για πρώτη φορά μετά την τουρκική Εισβολή του 1974,τον Οκτώβριο του 2020.

 

Ποίημα του κλειστού χώρου, ποίημα αυτοψίας ερειπίων, ποίημα αφής θα έλεγα, διαθέτει ένα ισχυρό υπαρξιακό υπόστρωμα,  αφού ζυμώνεται και αναδύεται από το χώνεμα στην συνείδηση της ποιήτριας, μιας  εποχής που έχει οριστικά παρέλθει, αλλά ευτυχώς όχι και οριστικά σιγήσει. Πρόσωπα γυναικών  βυθισμένα στη λήθη, παγωμένα ,αποσιωπημένα, εκεί στον υπόγειο χώρο του Perroquet, στα δεξιά της ορχήστρας, επιτοίχιες γυναικείες ανθρώπινες φιγούρες, γυναίκες ορχούμενες, απομεινάρια μιας μακρινής ζωής, σιωπηλά φαντάσματα αιχμαλωτίζουν το βλέμμα της ποιήτριας μα και διασώζονται μέσα από αυτό. Αποκτούν και πάλι ζωή ανασύροντας μαζί τους την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής που έσβησε ακαριαία τη μέρα της τουρκικής, στην πόλη της Αμμοχώστου εισβολής ,το καλοκαίρι του 1974.

Μέσα σε «τοπία θαλασσόβρεχτα», καλντερίμια, μιας πόλης φωταγωγημένης ,εκείνη της  Αμμοχώστου,  ανάμεσα στο παχύρευστο σκοτάδι της μνήμης ,ανασαλεύει το ανθρώπινο αμάλγαμα. Στα σκιώδη σοκάκια ανάμεσα σε εκμηδενισμό και αναγέννηση, εκεί όπου, όπως μας λέει η ποιήτρια συναντώνται όλες οι φυλές της Μεσογείου, σε αυτό το πολύχρωμο παζάρι που δεσπόζει η αδέσποτη φύση της ερωτικής επιθυμίας, η ποιήτρια επιλέγοντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση  ενδύεται η ίδια τον ρόλο μιας εκ των γυναικών του πληρωμένου έρωτα.

Ανάμεσα στα τσακισμένα απ’ το χρόνο προσωπεία της νύχτας αναδύονται στρατιώτες που αφήνουν τη σκευή τους, κορμιά «που ξεδένουν τα κορδόνια τους»  και δίχως την «μεταμφίεση πυγμής» προσφεύγουν στην γυναικεία αγκαλιά και εγκαταλείπονται δίχως θωράκιση καμία, δίχως οπλισμό στο γυναικείο στήθος,      της γυναίκας πόρνης μα και τροφού, που έχει τη δύναμη να θρέφει, να συγχωρεί, να παρηγορεί, ακυρώνοντας στον κόρφο της την αγωνία του θανάτου. Τραυματισμένα θηράματα, γυναίκες του προσωρινού, που πέτρωσαν μέσα σε πόλεις φαντάσματα, παλιρροϊκές αποθέσεις ερώτων της στιγμής που εξόκειλαν στα ρηχά και κόλλησαν στη λάσπη.

 

Β.

 

Το ποίημα της Δημητρίου, δημοσιευμένο  για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό  περιοδικό “ΠΕΡΙ ΟΥ” (Δεκέμβριος, 2021), διεκδικεί την αυτονομία του σε μια περιοχή της συνείδησης, όπου ο χώρος και ο χρόνος  δεν  ορίζονται ως ρεαλιστικές συνιστώσες του πραγματικού με μονόδρομη φορά. Η  δομή του ποιήματος συναρμόζει φασικούς χώρους όπου το νοητικό υλικό εισβάλλει μεταφέροντας ολόκληρο το δραματικό του φορτίο σε μια εικονοποιϊα που λειτουργεί στο πραγματικό, ερεθίζοντας ταυτόχρονα το συμβολικό πεδίο. Ανασκάπτει μέσα μας ένα αίσθημα νόστου, μια επιθυμία επαναφοράς σε κάτι ανολοκλήρωτο, υπαγορεύοντάς μας μια επιστροφή σε κάτι λησμονημένο,  βυθισμένο στα θεμέλια μιας μνήμης που αξίζει να αναδυθεί, αλλά και να ολοκληρωθεί για να δικαιωθεί.

Η «σκηνοθεσία» της γραφής του, η κίνηση των ποιητικών εικόνων, η ανάπτυξή του, η χρονομετρία του, συνομιλεί με το αίσθημα αυτό, το μετουσιώσει σε σκέψη και το μεταπλάθει πάλι σε αίσθημα, ακολουθώντας μια κυκλική πορεία. Μέσα από μια φωτισμένη θεατρικά γραφή, όπου « ο χρόνος ο παρόν και ο παρελθοντικός /είναι κι οι δυο παρόντες στον μέλλοντα καιρό/και ο μέλλοντας χρόνος περιέχεται στον παρελθόντα» (T.S Eliot,Τέσσερα κουαρτέτα), «φέτες» πραγματικής ζωής, «tranche de vie», ανασύρονται και τοποθετούνται στο ποιητικό πλέγμα συναρμόζοντας νοητικά στοιχεία σε μια σταθερή ενιαία σύνθεση.

Μα η νοσταλγία και η πίκρα  για ό, τι λιγόστεψε άξαφνα μες τη ζωή μας και μας αφήνει πίσω ανυπόστατους  με το αίσθημα του ανολοκλήρωτου, αλλά κυρίως με το αίσθημα μιας ατελεύτητης συγχώρησης απέναντι σε κάτι που ούτε οι ίδιοι μπορούμε καθαρά να ερμηνεύσουμε ,διαποτίζει τώρα την ατμόσφαιρα του ποιήματος. Οι στίχοι,  μας οδηγούν ονειρικά σε ένα ενυδρείο συναισθημάτων.

Ένα αίσθημα ανολοκλήρωτου πένθους που δεν επιτέλεσε τον προορισμό του και μένει μετέωρο και αναποφάσιστο να αιωρείται μες το χρόνο, είναι αυτό που κυοφορείται από την ποιητική συνείδηση .

Όχι. Δεν είναι «οι σπαρταριστοί χοροί» ή το «αγόρι με την πικραμένη αγάπη» και «τα ναυτάκια τα ντυμένα στα ασπρογάλανα» που υποκινούν την επιστροφή.

Είναι εκείνο το βαθύ αίσθημα επανασυγκόλλησης με εκείνο το αρχέγονο τραύμα,  το ρήγμα  που κάνει μέσα μας, τους δρόμους της ζωής και του θανάτου, διαρκώς να διασταυρώνονται.

 «…Μον’ άλλος είναι ο πόνος μου/κι ένα μονάχα σκέφτομαι·

αν είναι κάτι που δεν τ’ άφηκα στην τύχη/αν είναι κάτι που θ’ άξιζε μια τόλμη ή τη ζωή/μια επαλήθευση δεσμού/μια απόδειξη οριστικού/μια υπόνοια έστω αξεδιάλυτου…»

Αυτό είναι που κατά την ποιήτρια υποκινεί την ηρωίδα της ποιητικής της σύνθεσης , να επιστρέψει εκεί στους γνώριμους τόπους της, στη θέση της, στη γη της.

Είναι η  γυναίκα που επιστρέφει για να συναντηθεί με τον εαυτό της  και γίνεται έτσι η ιστορία  που επιστρέφει για να συναντηθεί με τον εαυτό της. Η γυναίκα με την βάσανο αυτού του ανεκπλήρωτου αισθήματος  που χάσκει ορθάνοιχτο στο χρόνο και ζητά τώρα να πληρωθεί με μια ψίχα ζεστό ζυμωμένο ψωμί.

Η γυναίκα που πάγωσε ο χρόνος ,η ορχούμενη γυναίκα, που αναδύεται μέσα από το τσιμέντο, με όλες της τις ιδιότητες. Η μνήμη θα νικήσει τις δυνάμεις της σύνθλιψης. Η γυναίκα επιστρέφει στην παιδική αθωότητα για μια ψίχα ψωμί ζεστό, ίσως γιατί ποτέ δεν έφυγε από εκεί.

Επιστρέφει σε «εκείνα τα δευτεριάτικα πρωινά/γωνία Αιγίνης και Κυκλάδων/που η γειτονιά/μικρά μωρά/ακόμα και γυναίκες σαν εμένα/τρέχαμε πίσω από το Morris Traveller του ψωμά του Αλκιβιάδη/με τα συρόμενα τζάμια/γεμάτα υγρασία/από τη θέρμη/του ζυμωμένου ψωμιού.»

Γιατί αυτή είναι η μνήμη. Μια ψίχα ψωμί ζεστό.

Απέναντι στη λήθη, την αποσιώπηση, τη σκόνη του χρόνου ,τον πόλεμο, την  ιστορική απόπτωση, τον κυτταρικό θάνατο, τον αποχρωματισμό ζωής, πάντα στο αντίποδα η ποίηση, έρχεται να ανασύρει το ανθρώπινο, να στερεώσει το ετοιμόρροπο, να διασώσει το  αθησαύριστο. Είναι η ποιητική συνείδηση που συλλαμβάνει ό ,τι μας κοιτάζει κατάματα από τα βάθη. Εκείνη  που μέσα από το λόγο, τη γλώσσα, διεκδικεί μια συλλογική συγγνώμη για εκείνο που αφήσαμε να κυλιστεί στη λήθη.

Γιατί στο βάθος τι άλλο μπορεί να είναι η ποίηση  παρά μια οφειλή απ’ τα παλιά, ανεξίτηλα γραμμένη στη συνείδηση του ποιητή. Μια οφειλή, σαν Χρέος.


ΕΦΗ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ