Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

 Γράφω επάνω στο δειλινό τραπέζι πατώντας δυνατά τη γραφίδα μου στο στήθος του, το σχεδόν ζωντανό, που σαν αναθυμάται το γενέθλιό του δάσος κλαίει και οδύρεται. Το μαύρο μελάνι ανοίγει τα μεγάλα φτερά του. Η λάμπα εκρήγνυται και μανδύας θρυμματισμένων κρυστάλλων καλύπτει τα λόγια μου. Κάποιο θραύσμα ακονισμένο από το φως μού κόβει το δεξί μου χέρι. Συνεχίζω να γράφω με τούτο το απομεινάρι του χεριού μου, απ’ όπου εκπορεύονται ίσκιοι. Η νύχτα μπαίνει στο δωμάτιο, ο τοίχος μπροστά μου και απέναντι προτείνει το ρύγχος του, τεράστια δε αέρινα τύμπανα παρεμβάλλονται μεταξύ χαρτιού και γραφίδας. Αχ, ακόμα και μια μόνο μονοσύλλαβη λέξη θα έφτανε για ν’ ανατινάξει τον κόσμο ολόκληρο! Τούτη τη νύχτα όμως δεν υπάρχει χώρος ούτε για μια λέξη...

Οκτάβιο Παζ
(μτφρ. Γ. Κεντρωτής)

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

"Αγωνίες"της Δήμητρας Δημητρίου,εκδόσεις Σμίλη 2023

Διαβάζοντας το απόσπασμα "Χαρίτα" απο το βιβλίο "Αγωνίες" της Δήμητρας Δημητρίου.

Δήμητρα Δημητρίου, "Αγωνίες",εκδόσεις Σμίλη ,2023

 Αναδημοσίευση απο το περιοδικό FRACTAL https://www.fractalart.gr/agonies/

Κύριε, στη χώρα μου θολώνει το νερό»

Γράφει η Έφη Καλογεροπούλου // *

 

 

 

Δήμητρα Δημητρίου «Αγωνίες», εκδ. Σμίλη, 2023

 

Πρόκειται για ένα βιβλίο-μαρτυρία. Για όσα έγιναν, μα δεν ξεχάστηκαν και όσα πιθανώς αποσιωπήθηκαν μετά την τουρκική  εισβολή του 1974, στο πολύπαθο νησί της Κύπρου. Για όσα με οδύνη έχουν εγγραφεί ανεξίτηλα στη μνήμη, ενός λαού. Μια σύντηξη από ιστορικές μνήμες και βιώματα. Μια θερμή αντίδραση στον πυρήνα της ψυχής του κυπριακού ελληνισμού που βιάστηκε εξακολουθητικά και πενήντα χρόνια μετά ζει με αυτό το τραύμα. Για το πένθος που δεν μπορεί να βιωθεί, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ούτε διαπραγμάτευση, ούτε αποδοχή. Γιατί η άρνηση είναι άρνηση, ο θυμός θυμός και η οργή οργή.

Στις «ΑΓΩΝΙΕΣ» της Δήμητρας Δημητρίου, προβάλλει ανάγλυφα, με χρήση ιστορικά τεκμηριωμένου υλικού και πλήθος μαρτυριών, συνεντεύξεων, άρθρων και φωτογραφιών, η βαρβαρότητα και οι ολέθριες τραγικές μέρες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τον Ιούλη του 1974.

Οι μαρτυρίες επιζώντων του πολέμου, αποτελούν το πρωτογενές υλικό της λογοτεχνικής αυτής σύνθεσης -όπως μας πληροφορεί η ποιήτρια –υλικό, που λειτουργεί αφορμητικά, υποκείμενο σε λογοτεχνική μετάπλαση. Η φρίκη της εισβολής, η σφαγή, η βαρβαρότητα, οι βιασμοί εκατοντάδων γυναικών, συνθέτουν μια βαθιά αντιπολεμική κραυγή και συνυφαίνουν την μεγάλη ιστορία πίσω από τις εκατοντάδες ατομικές ιστορίες των θυμάτων.

Το βιβλίο απαρτίζεται από τέσσερεις ενότητες.

Η πρώτη ενότητα υπό τον τίτλο «Αγωνίες Ι» περιλαμβάνει μαρτυρίες γυναικών που κακοποιήθηκαν βάναυσα από τους Τούρκους εισβολείς. Μέσα από το υλικό που παρατίθεται ,αποκαλύπτεται ο βιασμός, αυτό το διαρκές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όχι βεβαίως μόνο ως απότοκο της έλλειψης  στρατιωτικής πειθαρχίας, αλλά και ως κυρίαρχη στρατηγική και όπλο πολέμου -ακραία ταπείνωση του εχθρού και πράξη μέγιστης βαρβαρότητας, με όλες τις οδυνηρές συνέπειες για τα θύματα και τις κοινότητες.

 «Μαρία Α.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που μπήκαν στο σπίτι μου και με σκότωσαν. Ήταν τότε που καταράστηκα μια για πάντα τα σωθικά μου. Τραβούσα το δέρμα μου με όλη μου τη δύναμη. Έμεναν πάνω του κάτι μελανιές, αγγεία ξεριζωμένα από βαθιά, σαν λέρωμα. Εκείνη τη στιγμή, ήξερα πως κανένας δεν επρόκειτο να βρεθεί να μου ξεσκίσει το δέρμα από το κόκκαλο, καμιά λεπίδα σταθερή, καμιά ελπίδα. Όταν άρχισα πλέον να αισθάνομαι, διασφάλισα τη σιωπή μου. Ήθελα να με μισήσουν. Η καθεμία κάνει ό,τι μπορεί.»(σελ.25)

Ταυτόχρονα από τις συνεντεύξεις και το υλικό που επισυνάπτεται, καταδεικνύεται ο κοινωνικός στιγματισμός, η αποσιώπηση του εγκλήματος από την ίδια την οικογένεια των θυμάτων, αλλά και από τα ίδια τα θύματα, εξ αιτίας της ντροπής που αυτή η  κακοποίηση επισύρει.

«Βασιλική

Αγαπούσα πολύ τον μακαρίτη τον πεθερό μου. Πήρε το μυστικό μαζί του-σέβας εγώ, εκείνος από φόβο. Ακόμα και τις τελευταίες του στιγμές δεν είπε το παραμικρό, ούτε καν στον άντρα μου –ντροπή εγώ, εκείνος από πόνο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που με κοιτούσε, κάθε φορά που μου απηύθυνε τον λόγο» (σελ.17)

 

Δήμητρα Δημητρίου

Στην δεύτερη ενότητα υπό τον τίτλο «Μπαλάντες» η Δημητρίου συστεγάζει κάτω από την ιδιαίτερη λογοτεχνική μορφή της μπαλάντας, λυρικά και δραματικά στοιχεία, ελπίδα και απελπισία, ζωή και θάνατο. Εδώ η φαντασία συμπλέει με την πραγματικότητα και η ανάγνωση μάς παρασύρει σε έναν πολλές φορές μυστηριώδη κι αινιγματικό χορό. Η φύση εισβάλλει ορμητικά, διαλέγεται με τα πρόσωπα και ο στίχος ακροβατεί με χάρη, ανάμεσα στο γήινο και το φανταστικό. Η ένταση της έκφρασης των συναισθημάτων, η πλοκή, ή σύνθεση των διαλογικών δράσεων, προσδίδουν κίνηση, ρυθμό, ζωή.

«Η μπαλάντα του νερού της θάλασσας

 

Η θάλασσα

δρασκελίζει τον ορίζοντα

έχει στόμα και χείλια από αφρό

Η ανάσα του αέρα την τυλίγει από τη μέση

λαγαρίζει στο χάδι το νερό των θαλασσών.

 

Δυο ταυρομάχοι ζαλισμένοι

περνούν μπροστά δρεπανηφόροι.

 

_Τι μας φέρνεις, κορίτσι, ποιος τ’ αχείλι σου στέγνωσε;

-Κύριε, στη χώρα μου θολώνει το νερό (…)

 

(…)

-Πώς γεννιέται μητέρα, η μεγάλη σου πίκρα;

-Πικρό, πολύ, το νερό των θαλασσών. (σελ.53)

 

Δήμητρα Δημητρίου

 

Με τις «Μπαλάντες», η Δημητρίου επιτυγχάνει να δώσει ενέργεια  και ταχύτητα σε ένα λυρικό συναίσθημα, που σαν παλιρροϊκό κύμα φέρνει στον αφρό, ήχους  βυθού από τα νερά της Μεσογείου και αντηχήσεις της δημοτικής μας ποίησης, μα και εκείνης των Λόρκα, Ελύτη, Σολωμού, κ.ά.

Οι «Μπαλάντες» της, είναι ένα ποιητικό παλίμψηστο, μια εύηχη αισθητική συνύπαρξη, ένα μωσαϊκό που οι ψηφίδες του αλλάζουν θέση ανάλογα με την διάθεση και την θερμοκρασία του συναισθήματος. Η σωματική/οργανική υφή των στίχων, στηρίζει μια κυκλική ανάμνηση που διαρκώς αιμορραγεί αλλά ταυτόχρονα  ανατροφοδοτεί μια μνήμη βαριά, ιστορική, οδυνηρή, επιτείνοντας  το αίσθημα της αγωνίας.

 

Του μαζωχτή (παραλλαγή)

 

(…)Κι εγώ

με το κεφάλι μου γερμένο ελαφριά προς τα πίσω

περνάω πάλι ανάποδα

πατώντας με προφύλαξη

έξω απ’ τα σπίτια που γνώρισα

απλώνομαι στους δρόμους που περπάτησα

μέσα από βλάστηση πυκνή

κι έτσι όπως κατεβαίνω

κοιτάω τον χρόνο χυμένο από πάνω μας άφθαρτο

χαλκέντερο βιγλάτορα

σαν έξω από το σώμα μου

-κι απ’ το δικό σας-

κι έξω ακόμα από τις λέξεις

να σκίζει τους καιρούς

περνά λυτός μέσα απ τον ύπνο

και ξαναβγαίνει

αφήνοντας λίγο αίμα βυσσινί

στις γωνίες.

 

Έρχεται τώρα καταπάνω σας, σας βρίσκει. (σελ.64)

 

Στην τρίτη ενότητα υπό τον τίτλο «Στιγμές» που όπως σπεύδει αμέσως η ποιήτρια να υποσημειώσει «‘a la maniere de K.M“, μνημονεύοντας τον ανεπανάληπτο ποιητή Κώστα Μόντη,  μέσα από ένα σύνολο 58 έντιτλων ποιητικών στιγμών, επιλέγει πατώντας στα βήματα εκείνου, την λακωνική επιγραμματική  ποιητική φόρμα.

 

Ιστορία

 

Από ύλη γράφομαι.

Πολύ το ‘χετε παρεξηγήσει τελευταία (σελ.71)

 

Προς ζωήν

Άφησέ μου λίγο περιθώριο. Όσο που να αναπνέω (σελ.75)

 

Οι «Στιγμές» της είναι υψηλής έντασης ποιητικές μονάδες, ένα  βραχύ-ποιητικό κύκλωμα που αναζητά ακαριαίο τρόπο εκφόρτισης, για να διοχετεύσει το ενεργειακό του δυναμικό. Στίχοι αυτοτελείς, πολλαπλής νοηματοδότησης, ελεύθερες λειτουργικές μονάδες ενός υλικού που συστεγάζει μυθικές και ιστορικές μορφές, διευρύνοντας τα ερμηνευτικά όρια και συμβάλλοντας σε μια πολύσημη αναγνωστική εμπειρία.

Η Μαρία η Συγκλητική, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, η Πρόκνη, η Φιλομήλα, η Χρυσόθεμις, η Μέδουσα, η Ιώ, η Ιππολύτη, η Ιφιγένεια, κ.ά. μνημονεύονται ως οδόσημα ενός ιστορικού χάρτη όπου η ποιητική συνείδηση σε πλήρη ελευθερία χαράσσει ανυπόκριτα  τις δικές της διαδρομές, απέναντι σε μια δυσμενή για τα εθνικά δίκαια της Κύπρου, πραγματικότητα.

 

Αμαζόνα

Είμαι ο φόβος του κλονισμού

Των ορίων σας (σελ.84)

 

Αμαζόνα ΙΙ

Είμαι ιδρυτικό στοιχείο της

Ιστορίας σας. (σελ.84)

 

 

               Η ποιητική σύνθεση της Δημητρίου ολοκληρώνεται με την τέταρτη ενότητα που τιτλοφορείται «Αγωνίες ΙΙ».

 

Η ενότητα περιλαμβάνει ποιήματα αλλά και ευρύτερης έκτασης πεζόμορφα ποιητικά κείμενα που συνοδεύονται από πλούσιο  φωτογραφικό υλικό.

 

(…) Μέχρις ότου να νικήσουν οι έρημοι, κάθε ερείπιο είναι μια βάση που αντιμάχεται τον κυνόδοντα του χρόνου (Heiner Muller, η Αποστολή, 1979)

 

Η γραφή της Δημητρίου σχοινοβατώντας ανάμεσα και πάνω απ’ τα ερείπια, αναθερμαίνει τον ιστορικό χρόνο –εκείνον που πάγωσε όταν η βία κατίσχυσε του Λόγου-και συνενώνει τις δοκιμασίες του κυπριακού ελληνισμού με εκείνες των δοκιμαζόμενων Αρμένιων προσφύγων του Ναγκόρνο Καραμπάχ, των κατοίκων της βομβαρδισμένης και ολοσχερώς κατεστραμμένης Μαριούπολης, των Κούρδων μαχητών και μαχητριών.

 (…)

Αγαπητές μου αδελφές,

 

Με τα άκούραστα πόδια

και τα γρήγορα γόνατα

στις φυλακές

στους τοίχους των καταυλισμών

στον βράχο σ’ άκρη του γκρεμού και πάνω απ’ τις εφτά φωτιές

στο ξύπνημα των όντων

σας είδα με τα μάτια μου και σας άκουσα με τα’ αυτιά μου (σελ.158)

 

Η Εμπρού Τιμτίκ, η αγωνίστρια δικηγόρος που καταλήγει μετά από 238 μέρες απεργίας πείνας  στις τουρκικές φυλακές, διαμαρτυρόμενη για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Χασιγιέ, οι κούρδισσες μαχήτριες που μνημονεύονται και αυτοκτονούν για να μην παραδοθούν στον εχθρό, συνθέτουν ένα σπάνιο αφήγημα που υφαίνεται από τις ταπεινώσεις αυτών των πληθυσμών.

 

Η αφήγηση συμπληρώνεται από πλήθος κειμενικές αναφορές και πηγές που συγκροτούν ένα διαστελλόμενο σύστημα σημαινόντων, στην ουσία ένα πολυμορφικό υπερ-κείμενο.

 

Το πολλαπλό δίκτυο εισόδων και εξόδων που εκχωρεί στον αναγνώστη η συγγραφέας και η ρευστότητα και αρχιτεκτονική τής σύνθεσης, όχι μόνο δεν κουράζει, αλλά διευρύνει την αλληλεπίδρασή του με τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν το σύνολο, χαρίζοντάς μας αναγνωστική ευρυχωρία.

Η διαρκής  μετατόπιση του φακού που επιχειρεί η Δημητρίου, η δυναμική της οπτικής γωνίας που σχεδιάζει, με τις επάλληλες επεξεργασίες του υλικού της, αναδιαρθρώνει την μορφή και ταυτόχρονα την «δένει» χωροχρονικά με τις προαναφερθείσες  ιστορικές πραγματικότητες.

Η ποιήτρια αισθάνεται το βάρος της ιστορίας. Σε τόνους ελεγχόμενου λυρισμού, η γραφή της, θραυσματική σαν μνήμη, φιλοτεχνεί  ένα ποιητικό πολυεπίπεδο έργο και μας υπενθυμίζει πως η αγωνία είναι και παραμένει πάντα μια εν δυνάμει άσκηση – δυνατότητα ελευθερίας.

 

 

* Η Έφη Καλογεροπούλου είναι φυσικός, θεατρολόγος και ποιήτρια

 

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Χάρτης Ναυαγίων

 ΑΘΕΑΤΗ ΟΨΗ

Να θυμηθώ το πρόσωπό σου θέλω
στον εξόριστο των ανθρώπων τόπο
σε εγκατάλειψη που μυρίζει θειάφι
άσκοπη κίνηση να κάνω
σε ζώνη απαγορευμένη
εκεί που η ανθρώπινη αγέλη εκπνέει
ζωή σε εκκρεμότητα
γιατί ο θάνατος είναι σύμπτωμα ζωής
κι οι ζωντανοί αγέννητοι νεκροί
που παίζουν ζάρια
τζογάροντας τα πρόσωπά τους
INVISIBLE VIEW
I want to remember your face
in the country of exiles
in abandonment smelling of sulphur
to make an aimless move
in a prohibited area
where the human herd exhales
life in abeyance
for death is a symptom of life
and the living unborn dead
playing dice
staking their faces
Εφη Καλογεροπούλου
Χάρτης ναυαγίων/chart of shipwrecks
μτφρ: Γιάννης Γκούμας
εκδ: μετρονόμος 2017

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

"Οδός Ευτυχίδου"της Χρύσας Φάντη,εκδόσεις Σμίλη

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ  περιοδικό ΦΡΕΑΡ 

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ

Για την «Οδό Ευτυχίδου» της Χρύσας Φάντη – γράφει η Εφη Καλογεροπούλου
22/12/2023
Χρύσα Φάντη, Οδός Ευτυχίδου, Σμίλη, Αθήνα 2023.


«Είπα στην ψυχή μου ησύχασε και περίμενε χωρίς ελπίδα»
T.S.Eliot, Τέσσερα κουαρτέτα
Όταν πήρα για πρώτη φορά στα χέρια μου το μυθιστόρημα Οδος Ευτυχίδου της Χρύσας Φάντη, μού ήρθε ακαριαία στο μυαλό αυτή η στιχομυθία από την εναρκτήρια σκηνή του έργου Μήδεια του Ζαν Ανούιγ:
«Μήδεια: Την ακούς;
Παραμάνα: Ποιά;
Μήδεια: Την ευτυχία. Αλητεύει.»
Στη συνέχεια η ανάγνωση του έργου επιβεβαίωσε την αρχική μου αίσθηση.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος της Φάντη πασχίζουν να συναντήσουν την ευτυχία, μα αυτή πάντα τους διαφεύγει, κρυμμένη πίσω από τα σκαλοπάτια μιας αδυσώπητης κλίμακας –κλίμακας ζωής σαν αυτή που απεικονίζεται στην φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου. Μια κύρια εσωτερική σκάλα που συνδέει τους εσωτερικούς χώρους του κτιρίου, οδηγεί στο διαμέρισμα της οικογένειας του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος, στην οδό Ευτυχίδου, στο Παγκράτι, τη δεκαετία του εξήντα, εκεί, στο διαμέρισμα που ο Πέτρος, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος γεννήθηκε και έζησε με τους οικείους του μέχρι την ενηλικίωση του. Μια σκάλα πού μας υπενθυμίζει διαρκώς, με τις βαθμίδες της, τον λόγο του Ηράκλειτου πως μία είναι η οδός, «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή».
Αλλά αν το καλοσκεφτείς, όλα τα σπίτια ένα πέρασμα είναι.
Αν δεν έχεις τα κότσια να τα αφήσεις πίσω σου χωρίς ενοχή, μπορεί μια μέρα να σε βρουν κρεμασμένο από το ταβάνι ή από κανένα κλαδί στον κήπο τους. Αν δεν σπάσεις λουκέτα, δεν βαρέσεις τις πόρτες τους, δεν πηδήξεις από κανένα παράθυρο, με άλλα λόγια, αν δεν τα εγκαταλείψεις έγκαιρα, τον καιρό που είσαι νέος, σε ρουφάνε στο πι και φι όπως οι σύγχρονες σκούπες (σελ. 21).
Πού οδηγεί αυτό το αίσθημα ιλίγγου που αποκομίζει κανείς κοιτώντας από την κορυφή της σκάλας προς τα κάτω; Βρίσκει ο ήρωας τη λύτρωση σε αυτήν την αέναη κίνηση ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας διαρκώς τις βαθμίδες της δικής του εσωτερικής κλίμακας ή μάταια στέκεται μετέωρος προσπαθώντας να ανασυστήσει τους αρμούς της; Το ερώτημα αιωρείται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου και μένει ανοιχτό κοιτάζοντας αδιάφορα το μέλλον, πιθανώς για πάντα αναπάντητο.
Δεν το βάζω στα πόδια, εξορίζομαι. Έχω αλλάξει τόσες κρυψώνες στη διάρκεια της άτακτης φυγής μου, που μπερδεύω πια τις σπηλιές με τα ερείπια.
(Samuel Beckett, Ηρεμιστικό, 1946)
Ο Σταμάτης Χρήστου, πατέρας του Πέτρου, αριστερός στο φρόνημα, εξορίζεται το 1947 στην Ικαρία. Η αγαπημένη του και μητέρα του Πέτρου, Αγγελική, δέχεται εκατοντάδες επιστολές από εκείνον, καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής του, από τον Δεκέμβρη του ʼ46 αρχικά στην Ασφάλεια Αθηνών, μετέπειτα από τα χρόνια της εξορίας του στην Ικαρία, στη συνέχεια από το Βίτσι και την κατάταξή του στον Εθνικό Στρατό, μέχρι και την οριστική του απόλυση τον Μάρτη του 1950. Ίσως το καψόνι της εικονικής εκτέλεσης με αντάλλαγμα μια δήλωση αποκήρυξης του Κομμουνιστικού Κόμματος και της δράσης του, να διέσωσε τη ζωή του Σταμάτη και να τον έφερε στρατευμένο τελικά στις τάξεις του εθνικού στρατού, να μάχεται κατά των πρώην συντρόφων του.
Είναι η εποχή που οι βεβαιότητες συντρίβονται. Όλοι, αργά ή γρήγορα θα πάρουν το μάθημά τους και ο Πέτρος λίγο πριν κλείσει τα εβδομήντα του, εικοσιπέντε χρόνια μετά την αποδημία του πατέρα βυθίζεται σε ένα χαρτόκουτο πασχίζοντας να ενώσει ψήγματα ζωής. Αποθησαυρίζει επιστολές του πατέρα του, συλλέγει εικόνες από τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, ταξινομεί το υλικό, σκύβει σε αυτό με προσοχή και επιμέλεια. Στην προσπάθειά του να ανασυνθέσει την κατακερματισμένη ιστορία της οικογένειάς του, αλλά και τη δική του, μέσα από μνήμες-σπαράγματα, αφηγήσεις τρίτων, σημειώσεις, κείμενα, επιστολές και φωτογραφίες εποχής, θα αποπειραθεί να δώσει μορφή στο χάος. Τα ταραγμένα χρόνια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας από την εθνική αντίσταση μέχρι τον εμφύλιο και τα Δεκεμβριανά, το Παγκράτι εκείνων των δεκαετιών, με τις ιστορικές παρέες του και τα στέκια τους, οι κινηματογράφοι του, τα καφέ και τα ζαχαροπλαστεία της εποχής, η σταδιακή –μεταπολεμικά– αλλαγή του πολεοδομικού ιστού, μια σμίκρυνση της πραγματικής ζωής, υπό κλίμακα πάλι, περνά στην αφήγησή του και διατρέχει τα σοκάκια και τους παράδρομους της «Οδού Ευτυχίδου».
Κοιτάζουμε τον κόσμο μια φορά, στα παιδικά μας χρόνια.
Τα άλλα όλα είν’ ανάμνηση.
(Louise Gluck, Meadowlands, 1996)
Στην Οδό Ευτυχίδου διαβάζουμε την αλληλογραφία του εξόριστου Σταμάτη προς την Αγγελική, που καταλαμβάνει αναλογικά περίπου το ένα τρίτο της συνολικής έκτασης του μυθιστορήματος. Ωστόσο έχει προηγηθεί η γνωριμία μας με τα πρόσωπα που απαρτίζουν το οικογενειακό δέντρο του κεντρικού ήρωα του βιβλίου. Ως κτερίσματα, σαν ταφικά αναθηματικά δώρα, ανασύρονται από το βαθύ κοίτασμα της μνήμης του Πέτρου στοιχεία του χαρακτήρα και στιγμιότυπα ζωής των προσώπων της οικογένειάς του. Από τις σελίδες του βιβλίου περνά η ενοχική φιγούρα της θείας Μέλπως, ο γενναιόδωρος μακρονησιώτης εξόριστος αδελφός τού πατέρα Σταύρος, η γιαγιά Κατίνα, ο παππούς Θάνος, η γιαγιά Μαρία, η εξαδέλφη και πρώτος εφηβικός έρωτας του Πέτρου, Εύη, και οι πέριξ αυτών. Όλοι κλαδιά ενός δέντρου με ρίζες που φτάνουν μέχρι τη Σμύρνη.
Από την άλλη σκιαγραφείται, με ψυχογραφική δεινότητα, η τραυματική σχέση συνεξάρτησης του Πέτρου με τη μητέρα του Αγγελική, η εσωτερική μετάβαση από την αρχική εξιδανίκευση της μητρικής φιγούρας μέχρι την πλήρη αποκαθήλωσή της, το πένθος του τέλους της σχέσης τους και φυσικά η σχέση του Πέτρου με τον πατέρα του, Σταμάτη. Σχέση που στοιχειώνει τον αφηγητή με το ειδικό της βάρος. Σχέση δύσκολη, αμφίρροπη, βασανιστική, βυθισμένη σε θυμό και ενοχή που την διατρέχει μια υπόκωφη απελπισία.
Δεν υπάρχει τίποτα, ποτέ δεν υπήρξε. Όταν κάποιος μιλά, μιλά με τον εαυτό του και για τον εαυτό του. Όσα λέει, άπαξ και βγουν από το στόμα του, γίνονται ένα με τον αέρα. Μπροστά είναι αυτός και πίσω του πάλι αυτός, αυτός που κοιτά το εγώ του με ύφος συγκαταβατικό, αυτός που είναι οι επιθυμίες του, αλλά στο βάθος το ξέρει: καμιά επιθυμία δεν του ανήκει. Υπάρχει κάποιο σημάδι που να δείχνει αυτό που πραγματικά είναι; Για ένα είσαι σίγουρος: μπροστά στο θάνατο θα εισπράξετε όλοι την ίδια διάψευση (σελ. 394).
Ξέρω πως το κλειδί που προσπαθώ να στρίψω βρίσκεται μέσα μου.
(Lawrence Durrel, Αλεξανδρινό κουαρτέτο)
Η αφήγηση που επιλέγει η συγγραφέας είναι η δευτεροπρόσωπη. Αφήγηση που ακολουθεί ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματός της Πέτρος Χρήστου, εν είδει εσωτερικού μονολόγου. Είναι στην ουσία μια απεύθυνση στο εγώ, αλλά σε ένα εγώ ήδη τοποθετημένο σε απόσταση, στη θέση του εσύ. Μια απόσταση που λειτουργεί απελευθερωτικά και δημιουργικά σε σχέση με τη ροή της αφήγησης. Αλλά κι ένα εσύ μάρτυρας, για να βεβαιώσει την ύπαρξη του αφηγητή, να τον στερεώσει. Το εσύ σαν στήριγμα, δεκανίκι, αβελτηρία. Πρέπει να μιληθεί αυτό που υπάρχει, διότι αλλιώς μπορεί και να μην υπάρχει. Μια κίνηση, μια διαδρομή που ακολουθεί το αρχικό ερέθισμα, διαδρομή ενός αντανακλαστικού τόξου, κατά τον τρόπο που κάθε αισθητικό ερέθισμα συλλαμβάνεται και οδηγείται από τις αισθήσεις. Ο μύθος, η αφηγηματική τεχνική, η αρχιτεκτονική τής σύνθεσης, ο χειρισμός τού υλικού από την συγγραφέα, ο ελεύθερος συνειρμός, οι λέξεις και η οικονομία τους, η σύνταξη και ο ρυθμός τους, το πλήθος των παραπομπών, οι κειμενικές αναφορές και ιστορικές πληροφορίες από το αρχείο του αφηγητή (Εμφύλιος, Δεκεμβριανά, περίοδος 1943-1949 κ.ά.) δημιουργούν ένα πολυμορφικό, πολύτροπο και πολύσημο υπερκείμενο. Η Φάντη εμπλουτίζει σημειολογικά το έργο της, αφενός παρουσιάζοντας τον αφηγητή σαν παρατηρητή του εαυτού του, αλλά και υφαίνει ταυτόχρονα από την άλλη ένα εξόχως διαδραστικό υλικό αλληλεπιδρώντας δυναμικά με τον αναγνώστη. Το πατσγουόρκ έρχεται στο τέλος να διαμορφώσει μια οριακή ισορροπία, ένα πολυπλόκαμο δίκτυο κυτταρικής ζωής σαν το ρευστό μωσαϊκό μιας κυτταρικής μεμβράνης. Η αφήγηση δεν έχει γραμμικότητα, μοιάζει με μια μη γραμμική εξίσωση. Πλήθος μονοπάτια εξασφαλίζουν στον αναγνώστη, μέσω της ασυνέχειας, μια ελευθερία να κινηθεί όπως επιθυμεί, επιλέγοντας τη δική του αναγνωστική διαδρομή. Η συνείδηση κατά την Φάντη συλλαμβάνει την ύπαρξή της μέσα στην αβεβαιότητα, ορίζεται από αυτήν, πέφτει σε ένα ποτάμι με φερτά υλικά χρόνου και ξεβράζεται, μαζί κι αυτή, στην απέραντη θάλασσα της μνήμης, ταλαιπωρημένη αλλά ακόμη ζωντανή

ΕΦΗ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ

Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Προσφυγικό Μπλουζ//W.H.Auden

 "Προσφυγικό Μπλουζ"

W. H. Auden (1907-1973)
Πες πως η πόλη αυτή έχει δέκα εκατομμύρια ψυχές
άλλοι ζούνε σε μέγαρα, άλλοι σε τρύπες μικρές
κ όμως δεν έχει θέση για μας, αγάπη μου, δεν έχει θέση για εμάς.
Είχαμε κάποτε μια πατρίδα και μας φαίνονταν όλα καλά,
ψάξε μέσα στον Άτλαντα και θα τηνε βρείς κειδά
τώρα να πάμε εκεί δεν μπορούμε, αγάπη μου, να πάμε εκεί δεν μπορούμε.
Στο κοιμητήρι του χωριού ένα σμιλάγκι μεγαλώνει
κάθε άνοιξη απ' την αρχή μες στο άνθος φουντώνει
τα παλιά διαβατήρια δεν μπορούν να το κάνουν, αγάπη μου, δεν μπορούν να το κάνουν.
Ο πρόξενος είπε χτυπώντας το γραφείο του εμπρός
"Αν δεν έχεις το διαβατήριο, τυπικά θεωρείσαι νεκρός"
όμως να που ακόμα ζούμε, αγάπη μου, να που ακόμα ζούμε.
Πήγα σε μια επιτροπή, έκατσα να ξαποστάσω
με παρακάλεσαν ευγενικά του χρόνου να ξαναπεράσω
όμως σήμερα πού θα πάμε, αγάπη μου, σήμερα πού θα πάμε;
Ήρθα σε μια συγκέντρωση' σηκώθηκε ο ομιλητής να πει
"Αν τους αφήσουμε να μπουν, θε να μας κλέψουν το ψωμί"
Μιλούσε για σένα και για μένα, αγάπη μου, για σένα και για μένα.
Σαν ν' άκουσα μπουμπουνητά στα ουράνια να κατρακυλούν
ήταν ο Χίτλερ στην Ευρώπη, που έλεγε "Πρέπει να εξοντωθούν"
Α, μας είχε στο νου του, αγάπη μου, μας είχε στο νου του.
Είδα μια σκυλίτσα που φορούσε μια ζακέτα κουμπωμένη,
είδα μια πόρτα ολάνοιχτη και μια γάτα να μπαίνει:
όμως δεν ήταν Γερμανοεβραίοι, αγάπη μου, δεν ήταν Γερμανοεβραίοι.
Τράβηξα στο λιμάνι, στο μόλο στάθηκα μπροστά,
είδα τα ψάρια να τρέχουν στο νερό, δε ζούνε στη σκλαβιά:
μόλις τρία μέτρα μακριά μου, αγάπη μου, τρία μέτρα μακριά μου.
Περπάτησα σ' ένα δάσος, είδα στα δένδρα τα πουλιά'
δεν είχανε πολιτικούς και κελαηδούσαν χαρωπά:
δεν ήταν άνθρωποι σαν και μας, αγάπη μου, δεν ήταν σαν και μας.
Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα χιλιόροφα κτίρια
με χίλιες πόρτες και χίλια παραθύρια
ούτε ένα δεν ήταν δικό μας, αγάπη μου, δεν ήταν δικό μας.
Στάθηκα μες στο χιόνι που 'πεφτε σε μια ανοιχτή πεδιάδα
δέκα χιλιάδες στρατιώτες βάδιζαν στην αράδα:
Ψάχναν για μας τους δυο, αγάπη μου, ψάχναν για μας τους δυο.

Πανόραμα Αγγλικής Ποίησης
μτφρ. Κλείτος Κύρου

εκδόσεις : Τυπωθήτω, 2005

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

MIROSLAV HOLUB

 ΜΙΡΟΣΛΑΒ ΧΟΛΟΥΜΠ [MIROSLAV HOLUB (1923-1998)]

Αγάπη
Δυο χιλιάδες τσιγάρα.
Εκατό μίλια
από τοίχο σε τοίχο
Μια αιωνιότητα και μισή από ολονυκτίες
πιο λευκές κι από χιόνι.

Τόνοι λέξεων
παλιές σαν ίχνη
πλατύποδα στην άμμο.

Εκατό βιβλία που δεν γράψαμε.
Εκατό πυραμίδες που δεν χτίσαμε.

Σκουπίδια.
Σκόνη.

Πικρή
σαν την αρχή του κόσμου.

Πιστέψτε με όταν λέω
ήταν όμορφη.
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός

Σάββατο 16 Ιουλίου 2022

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ ///// ΣΕ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ

 

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ ///ΣΕ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ//Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ (ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΡΕΑΡ

Για τη συλλογή διηγημάτων «Σε θολά νερά» της Χρύσας Φάντη – γράφει η Έφη Καλογεροπούλου
10/07/2022
«Θα σου δώσω μια δεκαρίτσα, αν μου πεις τι σκέφτεσαι»
"Στη φυγή, στους δρόμους, σε μια διαρκή περιπλάνηση, μέσα από μια παλίνδρομη, εσωτερική, αντιφατική πολλές φορές κίνηση, στον ρυθμό της επανάληψης των ημερών τους και της εσωτερικής τους ψυχικής κατάστασης, οι ήρωες των δεκατριών ιστοριών που συγκροτούν τη συλλογή διηγημάτων Σε θολά νερά (εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2021), αναζητούν τον δικό τους χαμένο χρόνο. Σε ένα παιχνίδι πιθανοτήτων, όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα, τα πρόσωπα ζουν βυθισμένα ανεπανόρθωτα μέσα τους ή −μεταφορικά μιλώντας– σε ένα θολό κρυπτικό υδάτινο περιβάλλον. Ρευστά σκηνικά τοπία, εκκρίσεις αναμνήσεων, στιγμιότυπα κόσμων, στοίβες σπασμένων εικόνων που αναδύονται απροσδόκητα από το σηραγγώδες κανάλι της μνήμης, συμφύρονται σε ένα ευρηματικό κολάζ. Η Φάντη περιφέρει τους ήρωες της πάνω σε αυτήν την μεμβράνη του ρευστού μωσαϊκού, όπου οι ψηφίδες του ονειρικού και του πραγματικού συμπλέκονται.
«Μ’ εκρήξεις γέλιου και φοβικά ξεσπάσματα, περιφέρομαι κι εγώ σαν το ψηφιδωτό που χάνει σταδιακά τις ψηφίδες του.
Άλλοτε σιωπώ, άλλοτε φλυαρώ μονάχος μου. Το κορμί μου γυρνά γύρω από έναν κύκλο που κρύβει όλους τους άλλους μέσα του. Κάτι που συνεχώς ξεγλιστρά. Αόρατο. Και σαν να χορεύει Περιδινούμαι μέσα σε αυτόν τον κύκλο. Πλατσουρίζω στις λάσπες. Σηκώνομαι, ξαναπέφτω, και γύρω μου βάτα και σάπια καλάμια και μάτια νεκρά. Νεκρά λέπια ψαριών. Δεν υπάρχει ούτε χωράφι ούτε βιός» (σελ. 126).
Από την περιφέρεια προς το κέντρο και πάλι πίσω προς την περιφέρεια με επαναληπτικά φυγόκεντρες και κεντρομόλες τάσεις, άλλοτε με επιτάχυνση και άλλοτε σε εξουθένωση, οι ήρωές της θα περιπλανηθούν επανα/βιώνοντας ο καθένας και η καθεμία τον δικό τους χρόνο.
Μα είναι τότε που ακριβώς συμβαίνει κάτι μαγικό. Στα όρια αυτής της υπαρξιακής αναζήτησης για τον καθένα από αυτούς ενεργοποιείται και επανασυστήνεται ένας ψυχικός ομοιοστατικός μηχανισμός επιβίωσης. Ενσαρκώσεις, μεταμορφώσεις του αόρατου, μια αλυσίδα από επινοημένα της φαντασίας πλάσματα εισβάλλουν ορμητικά και δένουν τους χαλαρούς υπαρξιακούς αρμούς, εκεί που οι ήρωες ξεμένουν από πραγματικότητα:
«Ένα χταπόδι με κεφάλι μέδουσας απλώνει τα πλοκάμια του στην πλημμυρισμένη αυλή. Η σάρκα ενός δελφινιού χτυπιέται πάνω στον φράχτη και η καρδιά ενός κριαριού ταξιδεύει σαν μάγισσα πάνω από τα σπασμένα δοκάρια της στέγης […]» (σελ. 121).
Αλλά και ο χώρος, ο εκάστοτε τόπος της σκηνικής δράσης εισχωρεί στο σώμα περισσότερο απ’ ότι αυτό σε αυτόν, πολλαπλασιάζοντας πολλές φορές τη δυσφορία των προσώπων.
Ο χώρος μυρίζει φρεσκοκομμένο πριονίδι. Σφραγίζει μιαν ανάμνηση (τη δική σου), που έρχεται από πολύ παλιά και, πάλι θα επανέλθει… Όλα ξέπνοα, αδιάφορα, παραλυμένα, παραλογισμένα. Τα δοκάρια αλλού κρεμάνε, αλλού σηκώνονται. Ατσαλα στα τελειώματα και με κοιλιές στις φόδρες τους, σαν ρούχα κακοραμμένα. («Καλλίστη», σελ. 110).
Χώρος και ανθρώπινο σώμα βρίσκονται σε διαρκή ώσμωση, απότοκο της οποίας είναι μία εμφανής «διαμερισματοποίηση» του σώματος σε συμβολικό επίπεδο. Τα πρόσωπα στοιχειώνονται από την περιπλάνηση για να καταλήξουν με τη σειρά τους σώματα σε φθορά, σε ερείπωση, σώματα ξεχασμένα ή εκμηδενισμένα. Η προσφυγή στη φύση, η θέα της ήρεμης κίνησης του νερού της θάλασσας δύνανται να προσφέρουν στιγμιαία ανακούφιση και παρηγορία, αλλά δεν μπορούν να σιγάσουν τον εσωτερικό «θόρυβο» της ύπαρξης.
«Στα ταβάνια οι σκιές επανέρχονται. Χορεύουν με όλη την καταστροφική τους ένταση, όλη τη γλυκερή τους λύπη. Άλλες μοιάζουν με φίδια. Άλλες με ταπεινά πτηνά και πεταλούδες της νύχτας. Πριν φέξει μεταμορφώνονται σε νυχτερίδες. Οι διαπεραστικές τσιρίδες τους του φέρνουν στο νου μωρά του διαβόλου. Όταν σιωπούν, μοιάζουν νεκροί ακροβάτες. Όπως κι αν έχει, για καλό ή για κακό, μένει ασάλευτος. (σελ. 131).
Συχνά το σώμα των ηρώων είναι σώμα που πάσχει. Εξόριστο ή όχι από το παρόν, το κάθε πρόσωπο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βιώνει τις απώλειες, τον εγκλωβισμό του, την αδυνατότητα να δραπετεύσει από την προσωπική του φυλακή, μέσα από ένα απολύτως υπόδουλο στα συμβάντα σώμα. Σώματα πάσχοντα, σώματα σε ασθένωση ή σώματα που υποφέρουν από κάποιου τύπου εξω/λογική παραμόρφωση, είναι εκείνα των κεντρικών προσώπων στα διηγήματα με τίτλο «Αυτό που δεν έγινε», «Στη χώρα του No man», ή όπως στο διήγημα «Α.Σ.Α/Ανεξέλεγκτη Σωματική Ανάπτυξη».
«Προχώρα», λέω από μέσα μου, «δεν είναι ώρα τώρα να τα βροντήξεις», αλλά από άλογο κούρσας έχω ήδη μεταμορφωθεί σε χελώνα, «προχώρα», λέω, αλλά την ίδια στιγμή μετανιώνω και σκέφτομαι πως, όταν το πράγμα δεν πάει άλλο, καλύτερα να εγκαταλείπεις («Αυτό που δεν έγινε», σελ. 65).

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ

Η σχέση με τη μητέρα, περνά στην αφήγηση σαν σχέση βασανιστική, σχέση επίμονης αναζήτησης, σχέση εξάρτησης καθήκοντος που δεν επιτελέστηκε, παρά έμεινε μετέωρο στον χρόνο, σχέση χάσκουσα όπου η λύτρωση και η ισορροπία δεν έρχονται ποτέ. Ο χρόνος μαζί της, μένει χρόνος παγωμένος, απροσπέλαστος. Στο διήγημα με τον τίτλο «Σε θολά νερά», ο ήρωας επιστρέφει στη γενέτειρά του και με μοναδικό του όχημα τον λόγο, αναζητά τη νεκρή μητέρα υφαίνοντας ξανά με λέξεις τον ομφάλιο λώρο, γυρεύοντας εν αγωνία στο σπίτι των παιδικών του χρόνων το κλειστό περιβάλλον μιας μήτρας, μια σπηλιά, ένα καταφύγιο, για να ηρεμήσει και να σωθεί. Κι αλλού, στο διήγημα «Ελβιέλες», η ανάγκη επιστροφής στην αθωότητα των παιδικών χρόνων, συνοδεύεται από την αγωνιώδη ερώτηση-κραυγή που επαναλαμβάνεται: «Μαμά μ’ ακούς;».
Πρόκειται για ανάγκη επαναβίωσης της σχέσης μάνας-γιού, που αυτή τη φορά προσδοκά να έχει ένα άλλο τέλος, μια άλλη κατάληξη. Ανάγκη που διατρέχει το συγκεκριμένο αφήγημα, ώστε το αρχικό τραύμα της σχέσης να επαναβιωθεί με άλλο τρόπο, να μιληθεί, να ειπωθεί, μέχρις ότου η αρχική πληγή να επουλωθεί.
«[…] όχι, δεν ξέρω αν μπορείς πλέον να συνειδητοποιήσεις το γεγονός ότι κάποτε φάνηκες τόσο αναξιόπιστη απέναντί μου, για χρόνια υποδυόμενη τους ίδιους αντικρουόμενους ρόλους –ενώ εγώ, ο γιός σου, και τελευταίος σου αντικατοπτρισμός, συνεχίζω να σε διεκδικώ ως αποθήκη και καταφύγιο για τα άλλοθι του πιο τσαλαπατημένου σου εαυτού, απομεινάρι σανίδας που πάνω της πολλές φορές προσπάθησες να γαντζωθείς από τότε που ήσουν νέα, από τότε μέχρι και σήμερα, που κατά γενική ομολογία και με βάση τους αριθμούς θα πρέπει να έχεις αγγίξει το μη περαιτέρω» («Ελβιέλες», σελ. 216).
Αινιγματικότητα, ρευστότητα, παράλογο. Η τεχνική της γραφής της Φάντη εστιάζει φέρνοντας τα πρόσωπα κοντά όχι στο βλέμμα μας, αλλά στη νόησή μας, στη συνείδησή μας. Κάθε τους σάστισμα, κάθε πράξη του συνειδητού ή ξάφνιασμα του ασυνείδητου, προβάλλεται στη γλώσσα. Ακόμη και τότε που οι ήρωες κλονίζονται και όλα μοιάζουν χαμένα. Η σχεδόν αδιάφορη επανάληψη του λόγου, η ομιλία, σπεύδει να στερεώσει την ύπαρξη, γεφυρώνοντας το χάσμα. Λέξεις που παρασύρει η ροή και άλλες που επιπλέουν νηφάλια ή βυθίζονται εν αγωνία, συνοδεύουν ένα δραματικό παραμιλητό σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας. Τα πρόσωπα των ιστοριών, κόντρα στην απελπισία τους, επιβεβαιώνουν την ύπαρξή τους επιδιδόμενα σε έναν υποτυπώδη διάλογο.
«Τι γρήγορα που πέφτει η μέρα»
«Άλλη μια μέρα»
«Ελπίζω να μη σε ταλαιπωρώ»
«Μπα, μια χαρά. Αρκεί να μου έλεγες για πού τραβάμε» («Αυτό που δεν έγινε», σελ. 86, 87)
Διαρκής κίνηση, εσωτερική ή εξωτερική, διατρέχει την αφήγηση χωρίς ανάπαυση. Τυρβώδης ροή με δίνες σε θολά νερά, λιβιδινική ενέργεια, άνθρωποι από νερό και λάσπη, ζυμωμένοι όπως όλοι μας από φόβο, ενοχές, ματαιώσεις, εμμονές, συνθέτουν σπαρασσόμενα ψυχικά τοπία, που συνομιλούν μεταξύ τους διαρκώς, ακατάπαυστα, ακόμη κι όταν φαινομενικά παύει κάθε κίνηση.
Κίνηση που περιγράφεται έξοχα από τη φωνή του Ακατoνόμαστου:
«Τα πράγματα που μου συμβαίνουν… περιπλανώνται ολόγυρά μου σαν σώματα που πάσχουν απ’ τη λαχτάρα τους ν’ ακουμπήσουν, απ’ τη λαχτάρα τους ν’ αναπαυτούν» (Σ. Μπέκετ, Ακατoνόμαστος).
Ωστόσο, οι χαρακτήρες των Θολών νερών θα μείνουν όρθιοι ακόμη κι αν ο χώρος γύρω τους καταρρέει, ακόμη κι αν «μυρίζει φρεσκοκομμένο πριονίδι». Η ύπαρξη, ακόμη και σπασμωδική, σκόρπια, ασθμαίνουσα, θα διασωθεί γιατί θα συνεχίσει με όποιο τρόπο μπορεί, να γεννά απ’ την αρχή τον εαυτό της."

ΕΦΗ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ