Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

ισως να΄ναι κι ετσι


"μεγαλώνουμε,μεγαλώνουμε,γερνάμε. Κι όμως τα πράγματα δε λιγοστεύουν. Απεναντίας πολλαπλασιάζονται. Πολλαπλασιάζονται τα νοηματά τους ,αδειάζουν,γεμίζουν,πλημμυρίζουν,σταματούν μέσα στόν άγνωστο όγκο τους,αυτοπροσηλώνονται,απορούν,θαυμάζονται,τρέμουν μαγεμένα από την αγνοιά τους ,από την δική τους υπονοητικότητα,από την δική μας διαίσθηση κι από εκείνο το απέραντο που περιέχουν και που τα περιβάλλει ,από εκείνο το αναρίθμητο που θυμούνται και μας θυμίζουν. ........................................................................................................................................................................ολα ξαναγυρίζουν.Κι όχι μονάχα ο Αργύρης μα και ο Πέτρος τότε ,κι ο Αλέκος πρίν απ΄την Μαρίνα,η Θοδωρούλα,η Φανή ,η Μερόπη,η Μαρίτσα,ο καναπές η θάλασσα,ο μέγας ποδηλάτης Τέλης εξω από τόν κήπο με τις μοσχοιτιές ,ο Κοκοβιός,ο Σταυρος η Αργυρούλα ...,τι όμορφα πουπαιζε φυσαρμόνικα ο Χαρης..κι άλλα,κι άλλα ,δεν προφταίνεις,το αναρίθμητο που λέγαμε ...,οταν ηρθαν οι πρόσφυγες μα τα μπογαλάκια τους και τους βάλανε σε κάτι γκρεμισμένα σπίτια και σε εκκλησιές και κλαίγαν και πεινούσαν και τους πηγαίναμε τα σχολικά μας κουλούρια -δεν υπήρχε τίποτα -αποκλεισμός ,λέει,αντί για καφές καβουρντισμένα ρεβίθια-η μαμά τούς κουβαλούσε ,οταν έλειπε ο μπαμπάς ,λάδι,ρύζι,παξιμάδια ,όσπρια ο,τι έβρισκε ,γύριζε κλαμένη΄η θεία η Αννα επεσε τότε από το τρίτο πάτωμα κάτω στα βράχια ,κομματιάστηκε ,τη μετέφεραν οι υπηρέτριες σε κουβέρτες,την ξαπλώσαν κατάχαμα στην τραπεζαρία-που να την ανεβάσουν στο τρίτο πάτωμα,ηταν παχια η θεία Αννα-την βλέπαμε από την τζαμένια πόρτα ,δεν μας αφήνανε να μπούμε μέσα εμάς τα παιδιά,δεν είχε πάθει τίποτα το προσωπό της ,ηταν μάλιστα πιό όμορφο ,ροδινό ,παχουλό ,καθώς ηταν λυτά τα μαλλιά της ,γιατί η θεία αννα είχε πάντα ενα μεγάλο κότσο και πώς θάφευγε τώρα για κεί χωρίς κότσο και χωρίς τόν καθρέφτη της,όχι ψέματα το κάνει δεν θα φύγει,είπα να τίς φέρω τούς καλύτερους βόλους μου γιανα γίνει καλά-πώς είναι δυνατόν έτσι στα καλά καθούμενα να φύγει η θεία και που να πάει?και ποιός θα πεί στίς υπηρέτριες τι να μαγειρέψουν ? και ποιός θα βάλει τα ξαδέρφια μου να διαβάσουν?...... ....κι ούτε ξέρω πώς πέρασε η μέρα κι ούτε άκουγα κάτω την θάλασσα ,ώσπου βράδιασε ενα αλλιώτικο βράδυ πολύ στενό και πολύ μεγάλο ,........................................................................................................κι άναψαν τις λάμπες ,μα οι λάμπες ,οι γνωστές λάμπες φέγγαν κάπου αλλού,ισως εκεί που κοίταζε λίγο πρίν η θεία Αννα ,και μπήκε στο δωμάτιο η Φροιλάιν ,πιό ξανθή,πιό όμορφη από πάντα και είπε "τεία Αννα πέτανε" κι εμείς τα παιδιά δεν ξέραμε τινα κάνουμε ,και θάπρεπε να κλάψουμε,μα δεν ξέραμε να κλάψουμε ετσι,μονάχα όταν μας εδερναν ξέραμε να κλαίμε κι είχαμε εναν αλλιώτικο φόβο,όχι σαν την βέργα του δάσκαλου ή το θυμωμένο μάτι του μπαμπά ,πολύ αλλιώτικο και άγνωστο κι έπιασα το χέρι της Φροιλάιν Λουίζα κι ηταν πολύ μαλακό και ζεστό σαν να μην είχε πεθάνει η θεία Αννα και μύριζε γιασεμί,................................................................................................. Κι αυτή η κηλίδα στον τοίχο απλώνεται ,πιάνει και τον άλλο τοίχο ,θα μου μαυρίσει το δεξί χέρι,το χώνω στην τσέπη μου ,και οι αριθμοί είναι μαύροι,0,2,4,6,8,0,πάλι 0,μαύρο ,κι ας είναι και στρογγυλό,μηδέν,μη,δεν,μή,μή,μή δέν,δέν,μή-μή,μά-μά,μπάινει η μαμά"πάμε ,Ιων,είναι αργά" κι η φωνή της είναι ιδια ,της μαμάς,βγαίνουμε χωρίς να κοιτάξουμε τίποτα..παίρνουμε το δρόμο για το σπίτι.εχει άστρα κι ενα μικρούτσικο φεγγάρι..δεν είναι λοιπόν όλα μαύρα..σφίγγω το χέρι της μαμάς μη μου φύγει ..ακούω τα πατηματά μας στο καλντερίμι ..περπατάμε..εχουμε ήχο ..εχει και φεγγάρι κι εχω μια γουλιά φεγγάρι στο λαιμό ,κι ακούω τη θάλασσα ..βλέπω τη θάλασσα ..σπίθες,σπίθες,σπίθες..κι αυτός ο κόμπος στο λαιμό,τόν καταπίνω"μαμά,γιατί δεν τον σκοτώνουνε τόν θάνατο?"."θα τόν σκοτώσεις εσύ".."ναί μαμά,θα τόν σκοτώσω","μα είσαι αδυνατούλης".."θα δυναμώσω..θα κάνω γυμναστική,θα κάνω ελξεις στα δέντρα,θα κάνω κάτι μπράτσα να ,θα γίνω πιό δυνατός απ τον Αργύρη"..τα μάτια της μαμάς είναι δακρυσμένα,"κι αν δεν τον σκοτώσω θα βρώ το αθάνατο νερό και θάναι το ίδιο".."που θα τοβρείς?" ,"δεν ξέρω που ,μα θα το βρώ". Η μαμά βάζει το χέρι της στα μαλλιά μου.Ευλογία Θεού.Τι γλυκά που ειναι.Το φεγγάρι λάμπει.Η θάλασσα λάμπει.η μαμά κλαίει.Τι όμορφα.Κι αν δεν βρώ το αθάνατο νερό,έτσι μια νύχτα ,όπως η μαμά θα ακουμπήσω το χέρι μου απαλά στοκεφάλι του κόσμου και θα τον ευλογήσω και αμέσως θα σκύψω να δέσω τα κορδόνια μου μη με δούνε πώς κλαίω."
γιαννης ριτσος/Αθηνα 21.1.1984 Ισως να΄ναι κι ετσι/μυθιστόρημα
εκδ.κεδρος.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

nostalgia ou tristesse ?

απαντω με λογια του ελυτη,παρ οτι ο ριτσος ειναι ο αγαπημενος !

Αλλα πρωτα θα δεις την ερημια και θα της δωσεις το δικο σου νοημα,ειπε.Πριν απ την καρδια σου,θα ναι αυτη και μετα παλι αυτη θα ακολουθησει.Τουτο μονο να ξερεις-Ο,τι σωσεις μες στην αστραπη,καθαρο στον αιωνα θα διαρκεσει!

Μη με ρωτησεις απο που ειναι, δε θυμαμαι,ομως εσυ που εχεις βραχο απεναντι καταμεσις στη θαλασσα,εχεις την ομορφια!κι η ομορφια δεν εχει τελος,κισσα μου.
σου στελνω πολλα θαλασσινα φιλια απ το μακρινο σου αιγαιο!!!
να σαι καλα, να ονειρευεσαι!

αντρεας// ερημος,βαρυς και μονος.χαχαχααααααχ

κοκκινη κισσα είπε...

αντρεας

αντρέα "ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση και ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος...."
σε ευχαριστώ για την ομορφιά που μου ταξίδεψες και για το μοίρασμα..,,,