Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014
...ευτυχώς ο καιρός ήταν καλός.....
…Samuel Beckett ///Molloy(1951)….. απόσπασμα
Κράτα το ποδήλατο,είπα ,και δώς μου την τρόμπα.Σε λιγάκι το λάστιχο ήτανε πέτρα.Κοίταξα το γιό μου.Αρχισε να διαμαρτύρεται.Τον έκοψα.Σε πέντε λεπτά έπιασα πάλι το λάστιχο.Δεν είχε μαλακώσει καθόλου.Είσαι κακομοίρης ,του είπα.Εβγαλε μια πλάκα σοκολάτα από την τσέπη του και μου την έδωσε.Την πήρα.Αλλά αντί να τη φάω,όπως θα ήθελα,και μολονότι σιχαίνομαι τη σπατάλη,την πέταξα πέρα,ύστερα από μια στιγμή δισταγμού την οποία ελπίζω να μην πρόσεξε ο γιός μου.Αρκεί.Κατεβήκαμε στο δρόμο.Μονοπάτι ήταν μάλλον.Πήγα να καθήσω στη σχάρα.Το πέλμα του πιασμένου ποδιού μου ήταν λές και ήθελε να χωθεί μές στη γή,μές στον τάφο.Σηκώθηκα ψηλότερα βάζοντας αποκάτω μου το σακίδιο.Κράτα το καλά είπα.Δεν έφτανε.Πρόσθεσα το γυλιό.Τα εξογκώματά του μου έμπαιναν στον πισινό.Οσο πιο πολύ μου αντιστέκονται τα πράγματα τόσο μεγαλύτερη λύσσα με πιάνει.Με τον καιρό,και με μοναδικά εφόδια τα νύχια και τα δόντια,θα ανέβαινα από τα έγκατα της γής ως το φλοιό της,ξέροντας πολύ καλά πως δε θα κέρδιζα τίποτα.Κι όταν δε θάχα πιά δόντια ,ούτε νύχια,θα ΄σκαβα το βράχο με τα κοκκαλά μου.Να λοιπόν με δυό λόγια η λύση στην οποία κατέληξα.Πρώτα ο γυλιός ,ύστερα το σακίδιο,ύστερα το αδιάβροχο του γιού μου διπλωμένο στα τέσσερα,κι όλα μαζί δεμένα γερά στη σχάρα και στη σέλα με τους σπάγγους του γιού μου.Οσο για την ομπρέλλα,την κρέμασα στο λαιμό μου,έτσι ώστε νάχω τα χέρια ελεύθερα για να πιάνω το γιό μου από την μέση ή μάλλον απ τις μασχάλες,γιατί καθόμουν πιο ψηλά από αυτόν.Ξεκίνα ,είπα.Εκανε υπεράνθρωπη προσπάθεια ,δεν μπορώ να πώ.Πέσαμε.Ενιωσα ένα δυνατό πόνο στο καλάμι.Είχα μπουρδουκλωθεί ολόκληρος στην πίσω ρόδα.Βοήθησέ με ! φώναξα.Με βοήθησε να σηκωθώ.Η κάλτσα μου είχε σκιστεί και από τη γάμπα μου έτρεχε αίμα.Ευτυχώς ήταν το άρρωστο πόδι.Τι θα γινόμουν με δυό πόδια χαλασμένα;Θα τα βόλευα.Μπορεί να ήταν ένα εμπόδιο για καλό.Σκεφτόμουν φυσικά την φλεβοτομία.Εσύ είσαι εντάξει; Είπα.Ναί,είπε.Εμ βέβαια.Σήκωσα την ομπρέλλα και του κατάφερα ένα ξεγυρισμένο χτύπημα πίσω από τα γόνατα,εκεί που γυάλιζε το κρέας του γυμνό ανάμεσα στο παντελόνι και τις κάλτσες.Εβγαλε μια φωνή.Θές να μας σκοτώσεις ; είπα.Δεν έχω τόση δύναμη ,είπε,δεν έχω τόση δύναμη.Το ποδήλατο δε φαινόταν να εχει τίποτα,η πίσω ρόδα είχε ισως στραβώσει λιγάκι.Κατάλαβα αμέσως το λάθος που είχα κάνει.Εφταιγα που είχα στρογγυλοκαθήσει στη θέση μου ,με τα πόδια κρεμασμένα στον αέρα πρίν ξεκινήσουμε.Σκέφτηκα.Θα ξαναδοκιμάσουμε,είπα.Δεν μπορώ ,είπε.Μήν εξαντλείς την υπομονή μου,είπα.Καβάλησε τον άξονα.Θα ξεκινήσεις σιγά-σιγά όταν σου πώ ,είπα.Πήγα πάλι πίσω και κάθησα στη θέση μου ,με τα πόδια κρεμασμένα στον αέρα.Ωραία.Περίμενε μέχρι να σου πώ,είπα.Γλίστρησα προς το πλάι μέχρις οτου το πέλμα του καλού μου ποδιού ακούμπησε στο έδαφος.Το μόνο βάρος που είχε τώρα να σηκώσει η πίσω ρόδα ήταν το βάρος του άρρωστου ποδιού μου που πεταγόταν αλύγιστο ψηλά σε μια τρομαχτική γωνία.Εχωσα τα δαχτυλά μου στο σακάκι του γιού μου.Ξεκίνα σιγά-σιγά ,είπα.οι ρόδες άρχισαν να γυρίζουν.Εγώ ακολουθούσα μισοσερνάμενος,μισοχοροπηδώντας.Ετρεμα για τους όρχεις μου που κουνιόντουσαν κάπως χαμηλά.Πιό γρήγορα! φώναξα.Ορθώθηκε πάνω στα πετάλια.Με ένα πήδημα ξαναγύρισα στη θέση μου.Το ποδήλατο ταλαντεύτηκε,ίσιωσε,απόκτησε ταχύτητα.Μπράβο ! φώναξα τρελός απ ο χαρά.Γιούπι! φώναξε ο γιός μου.Πως το σιχαίνομαι αυτό το επιφώνημα.Λίγο έλειψε να το παραλείψω.Ηταν το ίδιο χαρούμενος με μένα,νομίζω.Η καρδιά του χτυπούσε Κάτω από την παλάμη μου,αν και η παλάμη μου ήταν μακριά από την καρδιά του.Ευτυχώς το μονοπάτι κατηφόριζε.Ευτυχώς είχα φτιάξει το καπέλο μου,αλλιώς θα μου το έπαιρνε ο αέρας.Ευτυχώς ο καιρός ήταν καλός κι εγώ δεν ήμουν πιά μόνος.Ευτυχώς,ευτυχώς.
Samuel Beckett ///Molloy(1951)
Μτφ: Λήδα Παλαντίου
Αλεξ.Παπαθανασοπούλου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου