Κώστας Μαννούρης///απόψε θα πετάξω την τέφρα σου///απόσπασμα
.............................................................................................................
Δεν βρίσκει το δίκιο του ο άνθρωπος με το θάνατο. Ίσως και να ναι καλύτερα έτσι, να υπάρχει μια μονίμως διασαλευμένη σχέση. Αναρωτιέμαι κάποτε πώς θα ήμαστε αν είχαμε εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου. Αν είχαμε όλοι δεχθεί ότι από την ώρα της γέννησής μας, ή μάλλον όχι, από τη στιγμή της σύλληψής μας, είμαστε ετοιμοθάνατοι. Ο άνθρωπος γίνεται υπέροχος όταν χαστουκίζει το θάνατο. Γίνεται ένας μικρός θεός, χωρίς αρχή, χωρίς τέλος. Θα ήταν μεγάλο κρίμα να προσκυνήσει ο άνθρωπος το θάνατο… Όχι, για τ’ όνομα του Θεού! Με περίμενε λίγα μέτρα έξω απ’ την είσοδο. Το ποδήλατο το είχε ακουμπήσει στο σώμα του. Εκείνο το τόσο παράδοξο ποδήλατο, που θα έπρεπε να είχε πάρει μαζί της η αποκριά. Τι γύρευε εκείνο το ποδήλατο ανάμεσά μας, την πρώτη μέρα της Σαρακοστής; Μου χάιδεψε το χέρι και μου είπε πόσο χαιρόταν που με έβλεπε, πως θα έφευγε για κάποιο διάστημα αλλά θα επέστρεφε για το Πάσχα. «Σου έχω ξαναπεί πόσο όμορφα είναι τα μαλλιά σου;», με ρώτησε. Όχι, πρώτη φορά μου το έλεγε. Δεν θυμάμαι τι του απάντησα. Μόνο το πρόσωπό του θυμάμαι, την όψη των είκοσι τριών του χρόνων. Όταν την κοιτάς τη νιότη δεν βλέπεις πότε την πτώση της. Και καλά κάνεις! Η νιότη ουδέποτε εκπίπτει, άλλωστε. Δεν ήξερα τι θα έπρεπε να πω, τι όφειλα να πράξω. Μακάρι να ήμουν μια πεταλούδα να τον ακολουθούσα στο ταξίδι του, χωρίς να του γίνομαι βάρος. Ήμουν, όμως, ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι που όφειλε να επιστρέψει στο σαρακοστιανό τραπέζι για να μην κινήσει υποψίες. Δεν θα ήταν και το τέλος του κόσμου βέβαια. Τι θα έλεγα; Τα πράγματα δεν είχαν ξεκαθαρίσει, όχι ακόμη. Δεν ήξερα τι ένιωθα γι’ αυτόν. Ακούστηκαν βήματα. Ήταν η Αιγυπτία, μας είχε πάρει το μάτι της. Μόλις την είδε να πλησιάζει, καβάλησε το κόκκινο ποδήλατο. Γύρισε και με είδε, «Θα σε δω το Πάσχα», δίστασε λίγο, χαμήλωσε το βλέμμα, «σ’ αγαπώ», ψέλλισε χωρίς να με κοιτάζει. Αυτό ήταν! Η τόση δύναμη μιας λέξης. Μιας τόσης δα λεξούλας. Εκεί που δεν μπορείς να καταλάβεις τι σου γίνεται, εκεί που δεν είσαι σε θέση να ταξινομήσεις τις σκέψεις σου, τα συναισθήματά σου, ακούς μια λέξη και μπαίνουν όλα στη θέση τους. Όλα. Πίσω από αυτή τη δήλωση ένιωθα καθαρά πως καραδοκούσε μια συνεσταλμένη ερώτηση, «Εσύ Φιλομήλα μ’ αγαπάς; Θα καβαλούσες ένα κόκκινο ποδήλατο και θα ερχόσουν να με βρεις σε ένα άλλο κτήμα. Θα άφηνες την οικογένειά σου, χρονιάρα μέρα, και θα ερχόσουν να με δεις για λίγα μόνο λεπτά. Εσύ δεκαοχτάχρονη Φιλομήλα, μοναχοκόρη πια, μ’ αγαπάς;» Μα πώς; Ναι! Βέβαια. Δεν λέω τίποτα. Δεν απαντώ σ’ αυτή την άδηλη ερώτηση. Οι πιο σκληρές ερωτήσεις είναι αυτές που κρύβονται πίσω από τις παραδοχές. Είναι σκληρές γιατί δίνουν το δικαίωμα στο παραλήπτη τους να τις αφήσει αναπάντητες. Μετά μπαίνουν στο αίμα του και τον ορίζουν μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Οι αλύτρωτες ερωτήσεις τροφοδοτούν την πυρά της κολάσεως.
................................................................................................
Απόψε θα πετάξω την τέφρα σου (απόσπασμα)
Κώστας Μαννούρης
θέατρο
Το εργο παρουσιάστηκε στο Ιδρυμα Κακογιάννη, στα πλαίσια του εβδομαδιαίου φεστιβάλ κυπριακού θεάτρου, με την Αννίτα Σαντοριναίου να ερμηνεύει αριστοτεχνικά τον θεατρικό μονόλογο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου