ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Η βράβευση της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς ως διεύρυνση του λογοτεχνικού πεδίου
- Γράφτηκε από τον/την epohi
Η πρόσφατη απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στη Λευκορωσίδα συγγραφέα και δημοσιογράφο Σβετλάνα Αλεξίεβιτς προκάλεσε δύο διαφορετικού είδους αρνητικές αντιδράσεις στον ελληνικό δημόσιο λόγο. Από τη μια, μια αδιαπραγμάτευτα αριστερή κριτική, που είδε στη βράβευση της Αλεξίεβιτς μόνο γεωπολιτικά παιχνίδια και την προετοιμασία ενός λευκορωσικού «μαϊντάν»· από την άλλη, μια επιχειρηματολογία βασισμένη σε μια υπερβατολογική αντίληψη για τη λογοτεχνία, όπου η μυθοπλασία αναδεικνύεται σε αποκλειστικό φορέα της μετουσίωσης εκείνης που οδηγεί από την «πραγματικότητα» στον «βαθιά υπαρξιακό» ανθρώπινο πυρήνα. Οι δύο κριτικές όχι μόνο συναντήθηκαν, αλλά και άρδευσαν με επιχειρήματα η μια την άλλη. Παράδειγμα της πρώτης εκδοχής, το άρθρο του ιστότοπου Το περιοδικό με τίτλο «Το Νόμπελ Λογοτεχνίας στην υπηρεσία της εξωτερικής πολιτικής» (http://goo.gl/r3MKHD), όπου εκκινώντας από την παραδοχή της άγνοιας για το λογοτεχνικό έργο της Αλεξίεβιτς, ο συντάκτης θα την παρουσιάσει ως μια μαριονέτα ή ένα εργαλείο της Δύσης, αν και στα δύσκολα, βέβαια, θα προσθέσει στη φαρέτρα των επιχειρημάτων του και τους λόγους της άλλης πλευράς (αυτό που γράφει η Αλεξίεβιτς πολλοί δεν το θεωρούν λογοτεχνία, οι δουλειές της είναι δημοσιογραφικού τύπου κτλ.). Ακόμη και το πρώιμο Βραβείο Λένιν της συγγραφέας θα θεωρηθεί τεκμήριο χαμαιλεοντισμού. Σε ένα παραδειγματικό κείμενο της δεύτερης εκδοχής κριτικής, η Τίνα Μανδηλαρά στη Lifo (http://www.lifo.gr/team/book/60942) προφητεύει ακόμη και το τέλος του βραβείου, εκκινώντας από τη βράβευση μιας non-fiction συγγραφέας, η οποία, κατά τη δημοσιογράφο, ακυρώνει την οντολογική ταυτότητα του Νόμπελ. Κι εδώ οι πολιτικοί λόγοι θα συνηγορήσουν μαζί με άλλες ύποπτες στοχεύσεις της φετινής νομπελικής επιλογής, τη συρρίκνωση της λογοτεχνίας στην αφήγηση γοητευτικών ιστοριών, την προώθηση εξωλογοτεχνικών και παραλογοτεχνικών best seller και άλλα παρόμοια.
Σκοπός του κειμένου τούτου δεν είναι να εξετάσει τις πολιτικές στοχεύσεις του βραβείου Νόμπελ. Έχουν σχολιαστεί πολλάκις και ποικιλοτρόπως στο παρελθόν, χωρίς να χρειαστεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση και αυτός ο ίδιος ο ορισμός της λογοτεχνίας. Το Βραβείο έχει δείξει συχνά την προτίμησή του σε συγγραφείς αντιφρονούντες ή και διωκόμενους από καθεστώτα τα οποία (σε μια πολύ γενικευτική διατύπωση) θα λέγαμε ότι εχθρευόταν η Δύση. Ο Πολωνός Τσέσλαβ Μίλος, ο αυτοεξόριστος Κινέζος Γκάο Ξινγκιάν, ο Σολζενίτσιν. Η ίδια η Αλεξίεβιτς γράφει και μιλά ενάντια στον Λουκασένκο και τον Πούτιν, υποστηρίζει το ουκρανικό μαϊντάν σε μια εποχή που η συγκεκριμένη περιοχή βρίσκεται στην επικαιρότητα και σε αναταραχή. Από την άλλη, το Νόμπελ έφτασε στα χέρια του Χάρολντ Πίντερ, της Ελφρίντε Γέλινεκ, του Ντάριο Φο, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, φίλου και υποστηρικτή του Κάστρο, προσπάθησε ακόμη και να φτάσει μέχρι τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, σε μια εποχή που ο Γάλλος φιλόσοφος καθόλου ως υπέρμαχος της εξωτερικής πολιτικής της Δύσης δεν εμφανιζόταν. Αναγνωρίζουμε την πολιτική λοιπόν ως ένα από τα στοιχεία που καθορίζουν το βραβείο, με τρόπους περισσότερους από αυτούς που επισημαίνει η παραπάνω μονοσήμαντη αριστερή ανάγνωση. Τα λογοτεχνικά βραβεία αποτελούν εξάλλου έναν από τους πλέον εξωλογοτεχνικούς μηχανισμούς καθιέρωσης των συγγραφέων και η ίδια η ύπαρξή τους εγγενώς συναρθρώνεται με την πολιτική.
Αυτό το σημείωμα επιθυμεί να σταθεί περισσότερο στο σκάνδαλο της βράβευσης μιας συγγραφέας που δεν χρησιμοποιεί ως μέσο τη μυθοπλασία, και με κάποιον τρόπο διεκδικεί μια διαφορετική σχέση με τις φωνές που κατοικούν στα βιβλία της. Μέχρι τη βράβευση του Σαρτρ (που αρνήθηκε το βραβείο), το Νόμπελ, παρόλο που πρόκρινε στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων πεζογράφους και ποιητές, δεν φαινόταν να διακρίνει με στεγανά τα είδη του γραπτού λόγου. Ο ίδιος ο Σαρτρ, ο Μπέρτραν Ράσσελ ή ο Ανρί Μπερξόν είναι ίσως οι γνωστότεροι μη λογοτέχνες ή όχι μόνο λογοτέχνες νομπελίστες. Εξαιρώντας βέβαια και για προφανείς λόγους τον Ουίνστον Τσώρτσιλ. Μετά τον Σαρτρ, οι βραβευθέντες είναι αποκλειστικά λογοτέχνες, ωστόσο, στο μεταξύ, το ίδιο το πεδίο της λογοτεχνίας έχει διευρυνθεί, όπως και άλλων τεχνών. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ενστάσεις παρόμοιες μ’ αυτές που διατυπώθηκαν για την Αλεξίεβιτς, την πρώτη φορά που κάποιος φωτογράφος ή κάποιος εικαστικός με έργο ντοκουμενταρίστικου χαρακτήρα και/ή διάδραση των θεατών κέρδισε κάποιο έγκυρο και σημαντικό βραβείο.
Η λογοτεχνία ενσωματώνει εδώ και δεκαετίες στο σώμα της, στο corpus της, τη δοκιμιακή γραφή, το ημερολόγιο, το ταξιδιωτικό δοκίμιο, αλλά και το αρχειακό υλικό, τα ιστορικά τεκμήρια. Όμως η βράβευση της Αλεξίεβιτς διευρύνει ακόμη περισσότερο το πεδίο. Τα βιβλία της δεν εντάσσονται ακριβώς ούτε στην κατηγορία του δοκιμίου, ούτε στην ερευνητική δημοσιογραφία, ακόμη και στις καλύτερες στιγμές της. Η ίδια τα αποκαλεί «μυθιστορήματα φωνών». Και όχι μόνο αυτό· δεν είναι μόνο ότι γίνεται το «αυτί» που καταγράφει και μεταφέρει αφηγήσεις δεκάδων, εκατοντάδων απλών ανθρώπων, αποφεύγει κιόλας να αυτοπροσδιορίζεται ως λογοτέχνιδα. Αυτοαποκαλείται «συνένοχη» με τους ανθρώπους που κατοικούνε στα βιβλία της. Μέσα από τις έρευνές της, στοχευμένες σε σημαντικές στιγμές της ρωσικής και της σοβιετικής ιστορίας του 20ού αιώνα, προσεγγίζει το ρόλο των γυναικών στον σοβιετικό στρατό κατά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τις αναμνήσεις των παιδιών από τον ίδιο πόλεμο, τον πόλεμο του Αφγανιστάν, το πυρηνικό «ατύχημα» του Τσέρνομπιλ, το κύμα αυτοκτονιών στα πρώτα χρόνια της μετασοβιετικής Ρωσίας, τον «κόκκινο άνθρωπο» έτσι όπως τον διαμόρφωσε το σοβιετικό καθεστώς. Όμως αυτό που επιχειρεί η Αλεξίεβιτς δεν είναι να παρουσιάσει την αλήθεια των γεγονότων καθαυτών, αλλά να δώσει χώρο στις φωνές εκείνων που τα έζησαν, να αναδείξει το βίωμα του τραύματος, τις αντιφάσεις της ψυχικής ζωής, τις κατασκευές της ιστορίας πάνω στα σώματα και τις ψυχές των ανθρώπων. Ο τρόπος που συνθέτει τις αφηγηματικές της συμφωνίες επιτελεί όλα όσα περιμένει κανείς από τη λογοτεχνία, συγκίνηση, κατάδυση στον υπαρξιακό πυρήνα του ανθρώπου, μετουσίωση της εμπειρίας του, ανάδειξη του τόπου εκείνου όπου η Ιστορία συναντά τις ιστορίες. Τι λείπει; Ο ένας δημιουργός, αυτό το υπερβατικό ον, που καταφέρνει να τα φτιάξει αυτά από τη λάσπη της πραγματικότητας, και διεκδικεί ακέραια την πατρότητα του έργου του. Η Αλεξίεβιτς είναι γυναίκα, ίσως κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Σε αρκετά από τα βιβλία της αναγνωρίζει τον ιδιαίτερο ρόλο των γυναικών στην αφήγηση της Ιστορίας, των γυναικών που ως αυθύπαρκτες φωνές είναι συχνά απούσες τόσο από την ιστορία όσο κι από τη λογοτεχνία. Κι αυτή η γυναικεία ταυτότητα ίσως είναι ένας ακόμη λόγος που αρνείται, με τους συνήθεις όρους, την πατρότητα του έργου της.
Το βραβείο Νόμπελ, αναγνωρισμένο ως το μεγάλο οικουμενικό βραβείο του λογοτεχνικού πεδίου, διευρύνει κομμάτια του πεδίου αυτού καθιστώντας τα ορατά σε ένα ευρύτερο κοινό. Αυτό κάποτε αφορά χώρες ή και ηπείρους ολόκληρες. Η βράβευση Λατινοαμερικάνων, Ασιατών, Αφρικανών συγγραφέων, διευρύνει την επικράτεια της λογοτεχνίας, που αρχικά περιοριζόταν μόνο στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, προσθέτει γλώσσες στο πολυφωνικό μωσαϊκό της. Όχι της ίδιας της λογοτεχνίας, εννοείται, αλλά του καταξιωμένου εκείνου τμήματός της που αναδεικνύεται από το Νόμπελ. Το ίδιο κάνει με τα είδη και τις φόρμες, γιατί το βραβείο, αν και δεν γίνεται να το καταφέρνει πάντα, αναζητά συγγραφείς που με το έργο τους ανανεώνουν το λογοτεχνικό είδος. Αυτή η πορεία δεν έχει υπάρξει γραμμική, βραβεύσεις πιο ρηξικέλευθων και καινοτόμων συγγραφέων τις έχουν ακολουθήσει πιο παραδοσιακές φόρμες και γραφές. Η βράβευση της Αλεξίεβιτς, χωρίς να αγνοεί κανείς τον πανταχού παρόντα ρόλο της πολιτικής, διευρύνει αυτό το πεδίο με μια πολυφωνική φόρμα που διεκδικεί τη σχέση της με την αλήθεια, με την πραγματικότητα, με έναν τρόπο πολύ βαθύτερο από τα πάσης φύσεως μπεστ-σέλερ που παρουσιάζονται ως «φέτες ζωής», φέρνοντας στο προσκήνιο τις φωνές των ασήμαντων και παραγνωρισμένων της ιστορίας.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία της:
Μολυβένιοι στρατιώτες, εκδ. Σύγχρονοι ορίζοντες, μτρφ. Γιάννης Κοτσιφός, 2002
Τσέρνομπιλ, εκδ. Περίπλους, μτφρ. Ορέστης Γεωργιάδης, 2001
Το Νοέμβριο θα κυκλοφορήσει από τις εκδ. Πατάκη, σε μετάφραση Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου το βιβλίο της Μαγεμένοι από το θάνατο (προσωρινός τίτλος).
Έφη Γιαννοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου