Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

ποίηση ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ



ΕΠΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙ

Γούλας ο Κοράτος ο επιλεγόμενος Θορής
Από τα Σάλωνα της Στερεάς
Μέρα Λαμπρής εζωγραφίσθη
Από πλανόδιο ζωγράφο ομπρελά και κρεββατά
Για λίγο λάδι ρύζι και έναν κόμματο σαπούνι.

Γούλας ο Κοράτος ο επιλεγόμενος Θορής
Εζωγραφίσθη και επωλήθη από τη γριά του σε πλανόδιο παλιατζή
Για ένα βουρτσάκι νάυλον για μια παλιά παλάντζα
Και έναν καθρέφτη από το Κογκό

Η θλίψη σου ρε μάτια μου
Σαν την Καισαριανή τα βράδια του φθινόπωρου

Πάψε πια να με καρφώνεις με ρεμπέτικα
Πίσω από το Χατζηκυριάκειο στις μάντρες.
Οι ναυτικοί ναυάγησαν οι ναυτικοί στα πετρελαιοφόρα χάθηκαν
Στη μοιρασιά μαλώνοντας για το κλεμμένο αψέντι.

Στερνή φορά που μου έγραψες θυμάσαι!
Πήρα το γράμμα σου σε μπάρ
Έχεις γράμμα λέει ο θερμαστής
Έβρεχε παρέες που βρίζαν και φωνάζαν
Και μια ραδιόλα που έκλαιγε στην άκρη.
«η μάνα μας αφήκε χρόνους
Και το μικρό έφυγε ένα βράδυ,εγραφες,
Λές και πήγε στη γωνία για τσιγάρα ή καραμέλες»
Προυσάλογλου Κατίνα ετών πενήντα ανύπαντρη.

Νύχτες μεγάλες με την πίκρα του άπειρου διπλοσφαγμένες
Νύχτες με υπόκοφους θορύβους τυρανικές και απέραντες
Χίλιες στιγμές και αιωνιότης χίλιες στιγμές και θάνατος.
Ανάμεσα σε τζίν παρακαλώ και ένα μπουκάλι ουίσκυ
Ετσι έμαθε και η Λόλα να έχει τα βράδια προτιμήσεις.

Δύσκολη εποχή τυλιγμένη στην προβιά της
Σαν το άδικο σκυλί,κανένας δεν την άκουγε
Κάτι παιδιά μπιστολορίχναν τα βράδια στις ταβέρνες
Να προφτάσουν το κακό και τον εμφύλιο λέει
Μα όσοι γνώριζαν από τέτοια
Βλέπανε που η μοναξιά παράδερνε και η ενοχή που ενέδρευε
Προδοσίες….φονικά…κατάχρηση εξουσίας.

Πώς πέρασαν τα χρόνια
Κάποια βραδιά σε είδαμε ξανά σε ένα βουβό παλάτι μόνη
Ει…τι κάνεις;;Φωνάξαμε,και Θέ μου ,αυτός ο αντίλαλος
Το σώμα μας και το δικό σου σώμα
Εκμαγείο γύψινο φθαρμένο από τη φθορά και την αιωνιότητα
Σα γκρεμισμένο φρουραρχείο.

Πές μου κάτι ντέ…πές μου κάτι ντέ…
Ανίκα…Ανίκα…Ανίκα..θεραπευτήριον Σωτηρία
Θεραπευτήριον Σωτηρί…ΑίτησιςΔερμετζόγλου Λέλας
Αιτησις Δερμετζόγλου Λέλας εξήντα ετών εξήντα
Άπορη…ναι …ναι
Απόψε θα γελάσουμε
Απόψε θα γελάσουμε..Σταυριάδη Κυριακούλα
Εγεννήθη εις Καράκιόι εις Καράκιόι Τουρκίας…
Ναι ..ναι..το δέκα εννέα …έκτοτε ναι έκτοτε
Αγνοείται η τύχη της ..απόψε θα
Απόψε θα …σινέ ΑΡΓΩ …Ελλάς χωρίς…
Ελλάς χωρίς
Ελλάς χωρίς ΕΡΕΙΠΙΑ.

Θα έρθουν κάποιο βράδυ
Σαν ερυνίες σκοτεινές αυτοί που τους ξεχάσαμε.
Ανύπαρκτο το πρόσωπό τους
Και το κρανίο τους γεμάτο σαύρες και γυμνό.Δε με θυμάσαι.
Και να που κατεβαίνει κι όλας βήμα το βήμα μόνος
Πόσο άλλαξαν όλα εδώ πέρα.
Η ζωή και η θάλασσα και τα ρημάδια του σπιτιού του.
Είναι η ώρα της ψυχής του λέει σιγά σαν μυστικό στο πέλαγο
Με την πίκρα του χαροκαμένου πατέρα
Είναι η ώρα της ψυχής του και της γυναίκας του
Και των παιδιών του και της μάνας του.
Ο άνεμος και η κοιμισμένη πόλη.
Θα ανακαλύψει μια χαρά για τη ζωή
Πάνω από τα σπίτια και τους τάφους
Θα ανακαλύψει μια χαρά για τη ζωή
Μια πίκρα από αγάπη για εμάς και για τους πεθαμένους.

Ανοιξε λίγο το ραδιόφωνο
Ανοιξε το φώς και τα παράθυρα.

Καημένη ,νύσταξες και πάλι και μας το είπες.

Αλήθεια ,τι ντροπή
Να πεθαίνουμε στα άσπρα μας σεντόνια
Ενώ όλοι οι φίλοι μας σκοτώθηκαν στο πεζοδρόμιο.


Γιώργος Μαρκόπουλος
(οχτώ συν ένα εύκολα κομμάτια 
και η κλεφτουριά του κάτω κόσμου)

Ποιήματα (1968-1976)

εκδόσεις: Εγνατία/σειρά: τράμ

περισσότερα ποιήματα  εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: