TO ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ (ΙΙ)
Κατέβαιναν οι άλλοι όταν ανέβαινα κι άκουσα στ' άδεια δωμάτια το τακούνι μου
Έτσι κάπως μες στην εκκλησιά όταν ο Θεός δεν είναι Ειρηνικά γίνονται και τα χείριστα
Θα ερχόταν κάποιος όμως Ίσως κι η αγάπη αλλά Στις δύο το μεσημέρι που έσκυβα στο παράθυρό μου να πετύχω κάτι θυμωμένο ή άτυχο ήταν μόνο το φωτόδεντρο
Εκεί στο πίσω μέρος της αυλής μες στις βρομούσες και στα παλιοσίδερα όμως Δίχως ποτέ κανείς να το ποτίσει αλλά Παίζοντας με το σάλιο μου να το ξαμώσω από ψηλά περνούσαμε τις μέρες ώσπου
Μονομιάς σπούσε η άνοιξη τους τοίχους μου 'φευγε το περβάζι απ' τον αγκώνα κι έμενα μπρούμυτα μες στον αέρα να κοιτώ
Τι λογής είναι η αλήθεια
όλο φύλλα στρογγυλά κι από το μέρος του ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα πέντε δέκα εκατοντάδες αρπαγμένα εφ' όρου ζωής απ' το άγνωστο
όλο φύλλα στρογγυλά κι από το μέρος του ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα πέντε δέκα εκατοντάδες αρπαγμένα εφ' όρου ζωής απ' το άγνωστο
Ακριβώς όπως εμείς Και ας μαίνονταν οι συμφορές τριγύρω αςπέθαιναν οι άνθρωποι ας έφτανε από τα κατάβαθα του Αρνιού ξανασταλμένος ο απόηχος του πολέμου τίποτε αυτό μια στιγμή σταματούσε να δοκιμαστεί αν θ' αντέξει
Tέλος επροχωρούσε αμείλικτο μέσα στο φως όπως ο Ιησούς Χριστός κι όλοι οι ερωτευμένοι.
Οδυσσέας Ελύτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου