Ο Μαγιακόβσκη στους αιώνες
Πού πάω;
Γιατί;
Τρέχω προς
όλα τα σημεία
ανάμεσα
στ΄ανθρώπινο σμήνος
που βομβίζει
Τα μάτια μου
διατρέχουν τα παράθυρα –κυψέλες
Επίπονος τους
είναι ο Ιούλιος
ξένος,
απεχθής.
Η πολιτεία
σβήνει τις βιτρίνες της
Και τα
παράθυρά της.
Κατάκοπος
και με γερτό κεφάλι.
Και τότε
μόνο,
το λιόγερμα,ματόβρεχτος
χασάπης,
ξεκοιλιάζει το
πτώμα των σύγνεφων.
Σέρνομαι
Μια γέφυρα
φαντασμαγορική.
Εκεί
ανεβαίνω
Κι απ’ το
ύψος της παρατηρώ παράξενα συγκινημένος.
(…)
Νεκρός από Ιούλιο.
Πυρακτωμένος,στερημένος
από νύχτα
Το
παραλήρημάτου σ’ ένα φευγαλέο μουρμούρισμα διαφεύγει.
Σε λίγο
περνάει ο σταυρός ενός νοσοκομειακού αυτοκινήτου,
Σε λίγο
ακούγεται ένας πυροβολισμός.
Υστερα πάλι
Σιωπή.
Ξέρω
Πώς φτάνει
κάτι ελάχιστο
Για να
πυρακτώσει
ανθρώπους σαν
και μένα.
Ωστόσο είναι
τρομαχτικό
Ετούτες οι
χιλιάδες τα φανάρια
Νάναι πρόσωπα.
(…)
Με το λαιμό
πιασμένο στη θηλειά των ακτίνων
Θα συρθώ
ανάμεσα στο φλεγόμενο θέρος.
Αιώνες έρωτα
σα
χειροπέδες
κουδουνίζουν
στα χέρια μου…
(…)
Απεραντοσύνη
δέξου και
πάλι
μές στον
κόρφο σου
τον πλάνητα!
ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Απόδοση:
Γ.ΡΙΤΣΟΥ
Εκδ: ΚΕΔΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου