Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

  Αναδημοσίευση απο Bookpress

 

«Δεν ξέρεις πως η επιθυμία αποβιβάζεται πάντοτε σε διάβαση αφύλακτη;»

E-mail Εκτύπωση
altΓια την ποιητική συλλογή της Έφης Καλογεροπούλου «Στην εξορία του βλέμματος» (μτφρ. Γιάννης Γκούμας, εκδ. Κουκκίδα).
Της Χρύσας Φάντη 
Είμαι εσύ είπες
είσαι εγώ είπα
κι ύστερα να μιλώ σταμάτησα
«Τοπία»

Στην έκτη ποιητική συλλογή της Έφης Καλογεροπούλου κυριαρχεί ο ήπιος και στοχαστικός λυρισμός, με τον στίχο, άλλοτε κοφτό και υπαινικτικό κι άλλοτε ασθματικό και σχεδόν χειμαρρώδη, να υιοθετεί τόνους κουβεντιαστούς και μιαν εικονοποιία ισοσκελώς κατανεμημένη ανάμεσα στο μεγαλείο και στην απώλεια, στο διαρκές και στο στιγμιαίο.

Από τα δεκαοκτώ ποιήματα που συγκροτούν τη συλλογή κάποια είναι μακροσκελή, με φωνή πρωτοπρόσωπη ή στο δεύτερο ενικό και μορφή άτυπης ανεπίδοτης επιστολής προς εαυτόν ή κάποιο άλλο οικείο πρόσωπο, υπάρχουν όμως και ποιήματα τριτοπρόσωπα, ολιγόλεκτα και λακωνικά, που μοιάζουν με ρήσεις.

Πού πάει η μνήμη όταν χάνεται;

Σε ποιο ήρεμο λιμάνι επιστρέφει;

                                 «Σινεφίλ»

«Όλα είναι σκουριά» μας λέει ευθύς εξαρχής η Καλογεροπούλου μέσα από τους στίχους της νομπελίστας Βισλάβα Σιμπόρσκα, τους οποίους παραθέτει στην προμετωπίδα, «όλα είναι χρόνος που ρέει κι αφήνει πίσω του ερείπια».

Στην Άμμο, μία από τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές της ποιήτριας, ο χρόνος ήταν αυτή ακριβώς η ροή και η αίσθηση της απώλειας, ήταν η άμμος που αναπόφευκτα ρέει και πέφτει σε μια κλεψύδρα, ενώ στη συλλογή Έρημος όπως έρωτας ο χρόνος αποτελούσε σπείρα που προχωρούσε αντίστροφα, σ’ ένα τοπίο που έμοιαζε να επαναλαμβάνεται μιμούμενο τον εαυτό του.

Στην «Εξορία του βλέμματος» συναντάμε ξανά αυτό το σπειροειδές στοιχείο, αυτό το αδιέξοδο πάρε δώσε ενός χρόνου που δεν είναι ποτέ γραμμικός, που είναι ο χρόνος της σιωπής, της φθοράς και μιας μνήμης σαρωτική σαν φωτιά και απέραντη σαν θλίψη.

Στην Εξορία του βλέμματος συναντάμε ξανά αυτό το σπειροειδές στοιχείο, αυτό το αδιέξοδο πάρε δώσε ενός χρόνου που δεν είναι ποτέ γραμμικός, που είναι ο χρόνος της σιωπής, της φθοράς και μιας μνήμης σαρωτική σαν φωτιά και απέραντη σαν θλίψη. Κι εδώ, χρόνος και μνήμη φαίνεται να βρίσκονται σε μια διαρκή ταλάντωση ανάμεσα στο πριν, το μετά και το ανάμεσά τους, στην επικαιροποίηση του παλιού και στη διαχρονικότητα του επίκαιρου, στη στασιμότητα, στη διακινδύνευση και στην περιπλάνηση, στο ιερό της έκστασης και στο ανίερο της χαράς και τους πένθους. Υπάρχει κι εδώ αυτή η αμφίρροπη θέση απέναντι στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, στο καθημερινό, στο φανταστικό και στο μυθικό, στη σαφήνεια ενός στοχασμού και στο αέρινο πέταγμα ενός ονείρου μέσα σε μια ατμόσφαιρα σχεδόν μυστικιστική, αυτό το διαρκές υπαρκτικό παιχνίδι του επιθετικού και σαρκοβόρου στοιχείου της γης με το υπερφυσικό του φωτός που κρύβεται στο σκοτάδι.

Ο κόσμος είναι «το ατέλειωτο καραβάνι των νεκρών που απελπίζει ο τρόμος», είναι όμως πρωτίστως «ο τόπος όπου η ελπίδα δεν έπαψε να υπάρχει», κατάφαση στο «ανοιχτό του ορίζοντα και το φάσμα του έρωτα, μεθυσμένη γλώσσα που μας καλεί αυτό που λάβαμε, πίσω με γενναιοδωρία να επιστρέψουμε, δίχως αντάλλαγμα».

Άνθρωπος σημαίνει κίνδυνος και κίνδυνος σημαίνει χρόνος − αλήθεια που η ποιήτρια διατυπώνει από την πρώτη της συλλογή Σκεύη Ταξιδίου, ενώ και στο Χάρτης ναυαγίων γράφει: «Για να συναντηθούμε, πρέπει να διακινδυνεύσουμε την απόσταση του άλλου, μιαν απόσταση φωνών ντυμένοι μυθιστόρημα». Στην ποίησή της, η λήθη και ο κίνδυνος της απώλειας ελλοχεύουν παντού, σ’ ένα ταξίδι αποκάλυψης και μιαν άλλου είδους προσέγγιση του ανοίκειου.

«Ότι αναφλέγεται βάζει υποθήκη αιωνιότητας

Δεν ξέρεις πως η επιθυμία αποβιβάζεται πάντοτε σε διάβαση αφύλακτη;


Στον επόμενο σταθμό

μόνο ο χρόνος κατεβαίνει

μόνος»

                                                                          «Υποθήκη»

Στα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής η τραγική ασφυξία της ύπαρξης είναι παρούσα, διατυπωμένη, όμως, με τρόπο πλάγιο και μεταφορικό, καλώντας μας σε μιαν άλλη πορεία και πλεύση∙ πορεία και πλεύση ανάσχεσης πριν από τη μοιραία πτώση.

Η ποιήτρια με πίστη αλλά και υπονομευτική αυτοσαρκαστική ειρωνεία επαναδιαπραγματεύεται την εμπειρική πραγματικότητα, προτάσσοντας τη δυνητική, που φαίνεται να αποτυπώνεται ευστοχότερα μέσα από την απουσία. Στα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής η τραγική ασφυξία της ύπαρξης είναι παρούσα, διατυπωμένη, όμως, με τρόπο πλάγιο και μεταφορικό, καλώντας μας σε μιαν άλλη πορεία και πλεύση∙ πορεία και πλεύση ανάσχεσης πριν από τη μοιραία πτώση. Το βλέμμα του υποκειμένου της, με θετικό το πρόσημο στη στωική συγκατάβαση, είναι πικρό αλλά παρά ταύτα αισιόδοξο. Αναγνωρίζει τη φθορά των πραγμάτων, το ράγισμα και τη διάψευση, τις ήττες και τη ματαίωση, πάει όμως πέρα από αυτά μετουσιώνοντάς τα σε θαύμα. Προς τον σκοπό αυτό, αντλεί τις εμπνεύσεις του από τον φυσικό περίγυρο και την πανδαισία της φύσης και των χρωμάτων, χωρίς απότομες ρήξεις και εντάσεις, αποτυπώνοντας και εγγράφοντάς τα σ’ έναν διάκοσμο που βρίσκεται σε συνεχή διάλογο τόσο με τα πρωταρχικά στοιχεία (το νερό, το χώμα, τη φωτιά και τον αέρα) όσο και με το εσωτερικό του τοπίο.

Ποίηση είναι:

«ο έρωτας που πυρπολείται από ζωή, πορφυρά κοιτάσματα, λευκόλιθοι και ελαφρόπετρες, φερτά αδρανή υλικά, γιγάντιες λίμνες τοξικών υγρών, θειούχα θραύσματα, ένα ορυχείο εύφλεκτων συναισθημάτων που υπόσχεται εξόρυξη, εξόντωση ή σωτηρία, μακριά από τον επίμονο μηχανισμό της οδύνης που ανακυκλώνει χρεοκοπία και αυταπάτη, απελπισία και λύτρωση, ματαίωση και προσδοκία, με όνειρα που μέθυσαν σε υπόγειες διαβάσεις και κάτω από γέφυρες άστεγα έμειναν να κοιμούνται ξημερώματα».

Οι στίχοι της Καλογεροπούλου, με γλώσσα που πάλλεται από την πρώτη εκείνη λάμψη, μέσα από την οποία τους βίωσε και τους συνέλαβε η δημιουργός τους, με επίγνωση του απατηλά υπερτροφικού των ήχων σε σχέση με το φαινομενικά και μόνον ισχνό της σιωπής και του άλεκτου, έρχονται σε μας χωρίς μεγαλοστομία και οίηση, σαν καθαρός, τρυφερός ψίθυρος, με ορατές τις ενοποιητικές συνδέσεις και τις ποιητικές προθέσεις τους, με συμβολικές αναπαραστάσεις και μετωνυμίες, που στόχο έχουν ένα αξιοπρόσεκτο λογοτεχνικό και αισθητικό αποτέλεσμα. Η μετάφραση των ποιημάτων στα αγγλικά από τον ποιητή και μεταφραστή Γιάννη Γκούμα συνιστά, όπως και στα προηγούμενα έργα της ποιήτριας, γνήσια αναδημιουργία, ενώ επιπρόσθετα η όλη εμφάνιση του βιβλίου, με το έργο της Χριστίνας Καραντώνη να κοσμεί το εξώφυλλο και την επιμέλεια των ποιημάτων να έχει αναλάβει ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης, είναι επίσης ιδιαίτερα προσεγμένη.

* Η ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η ιστορία της Σ.» (εκδ. Γαβριηλίδης).

→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία © Luis Galvez.

Δεν υπάρχουν σχόλια: