ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "περί ου"
Χρύσα Φάντη: Έφη Καλογεροπούλου. Στο μονοπάτι των σκύλων. Περισπωμένη 2024. Σελ. 88 ISBN 9786185739591
Στα όρια της αγάπης
Στην έβδομη ποιητική συλλογή της Έφης Καλογεροπούλου, με τον τίτλο, Στο μονοπάτι των σκύλων, η ποιήτρια, με λόγο συγκρατημένα λυρικό, επιχειρεί να αποτυπώσει την αγωνία της μνήμης, τη μεταβλητότητα της ύπαρξης και τη διαρκή αναζήτηση νοήματος στον χρόνο και τον χώρο. Με γλώσσα που ισορροπεί ανάμεσα στην καθαρότητα και τον υπαινιγμό, δημιουργεί έναν κόσμο θραυσματικό, όπου η πραγματικότητα και το όνειρο, το παρελθόν και το παρόν, η απόγνωση και η ελπίδα διαρκώς διασταυρώνονται.
Τα ποιήματά της, γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, με λιτότητα και ρυθμική διακύμανση που εντείνει το συναισθηματικό τους φορτίο, δομούνται πάνω σε αντιθέσεις (ύπαρξη – ανυπαρξία, σιωπή – κραυγή, φως – σκοτάδι) που εκφράζονται μέσ’ από πολύτροπους συμβολισμούς. Με έναν προσωπικό τρόπο έκφρασης και γραφής, με γλώσσα καθημερινή αλλά ποιητικά συμπυκνωμένη, με υπαινικτικές εικόνες και αμφίσημα νοήματα, συνομιλούν με τον Υπαρξισμό και τη σύγχρονη λογοτεχνική παράδοση.
Η συλλογή απαρτίζεται από μια πλειάδα αυτόνομων, αλλά μορφικά και θεματικά συγγενών ποιημάτων, και χωρίζεται σε τρία μέρη: «ΧΩΜΑ»- «ΝΥΧΤΕΣ»- «ΙΣΩΣ Η ΣΙΩΠΗ». Εδώ, επιχειρούμε μια πρώτη προσέγγιση των δώδεκα ποιημάτων που περιέχονται στο πρώτο μέρος («ΧΩΜΑ»).
Χ Ω Μ Α
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
Πῆγα
νὰ χάσω ἢ νὰ σωθῶ
στὸν ὑδράργυρο τοῦ καθρέφτη
συνάντηση τὴ λὲς αὐτὴ ἢ αἰχμαλωσία;
Αἰχμαλωσία αἵματος ἢ βλέμματος;
[…]
Εἶναι ἡ καλοσύνη ποὺ βαραίνει τώρα
αὐτὴ κι ἡ λύπη της
Στη «Δοκιμασία», η ποιήτρια, αγγίζοντας τον τρόμο της αρχής και τον πανικό του τέλους, πραγματεύεται το δίπολο σωτηρίας-απώλειας θέτοντας ερωτήματα γύρω από την ελπίδα, την πίστη και την ψευδαίσθηση. Ο καθρέφτης λειτουργεί ως σύμβολο της αυτογνωσίας, αλλά και της παγίδευσης στον εαυτό. Η χρήση ερωτήσεων εντείνει την αβεβαιότητα, ενώ οι επαναλήψεις δημιουργούν έναν ρυθμικό κυματισμό που αντανακλά τη διαρκή αναζήτηση και την αμφιβολία. Η τελική στροφή: «Είναι η καλοσύνη που βαραίνει τώρα», αναδεικνύει το βάρος της μνήμης και της συνείδησης.
Σ Τ Ο Δ Α Σ ΟΣ
Δὲν ἦταν δύσκολο νὰ γίνει λέξεις
ἂς ποῦμε θνητότητα ἢ τρυφερότητα
εἶναι κι οἱ δυὸ μιὰ ἀλληγορία
τῆς σιωπῆς
ἕνα κρυπτογράφημα
[…]
μεταμφιεσμένη ἔρχεται
ἡ δοκιμασία καὶ μᾶς βρίσκει
Μέχρι ποὺ φόρεσε
ἕνα ἀνοιχτὸ παράθυρο
καὶ χάθηκε στὸ δάσος
Στο ποίημα με τον τίτλο «Στο δάσος», το φυσικό τοπίο γίνεται αλληγορία της ανθρώπινης ύπαρξης. Το δάσος αποτελεί τόπο δοκιμασίας, όπου ο άνθρωπος πρέπει να χαθεί για να βρει τον εαυτό του.
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
Ἔσκαψε νὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ δὲν ἤθελε
νὰ χάσει
[…]
Ἔμαθε πὼς ὅταν λυγίζει τὸ νερό
γίνεται λαβύρινθος
μὰ μὲς στὸ χαλασμὸ ἔβρισκε
τὴν ἐλευθερία της
[…]
Ἀπέραντο κι ἀνυπαρξία μαζί
εἶναι ὁ ἄνθρωπος
[…]
Ἡ ἁπλότητα τῆς ἀπελπισίας
τῆς ἔφερνε τὴν ἀγωνία τῶν νεκρῶν
ποὺ ἔφευγαν γιὰ νὰ ξαναγεννηθούν
Τὴν ἀγωνία ἐκείνων πού
μὲ ἕνα ποτήρι τρέλας μεθοῦσαν
μὲ τὸ ἄστοχο τῆς περιπλάνησης
Πόσο τὴν κούρασε ἡ λέξη
Χιόνι
Στην «Περιπλάνηση», η συνεχώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα και ο χρονικός και χωρικός λαβύρινθος της ζωής αντικατοπτρίζονται στο νερό. Το νερό, ως κεντρικό σύμβολο, αποκτά μεταμορφωτικό χαρακτήρα, ταυτίζοντας τη ρευστότητά του με την ίδια την ύπαρξη. Η αποδοχή του παραλόγου και του τυχαίου – η «απλότητα της απελπισίας»─ αναδεικνύει τη διαρκή σύγκρουση ανάμεσα στην προσπάθεια νοηματοδότησης και τη ματαιότητα της αναζήτησης.
ΥΛΗ ΣΙΩΠΗΣ
Τίποτα δὲν εἶναι καλύτερα φυλαγμένο
ἀπὸ τὸ ἀφύλακτο
καμιὰ ἀλήθεια δὲν χρειάζεται θωράκιση
ἐκτὸς ἂν εἶναι ψέμα
Ὕστερα, ἀνέλαβε ἡ μνήμη
Ἀπέραντα στοργικὴ γνωρίζει
νὰ ἀποσύρεται ἀμέσως ἀπὸ «κάτι»
ποὺ δὲν βρίσκει
[…]
Σκόνη δημιουργεῖ τὸ ἀσήμαντο
χιόνι τὸ καταστρέφει
Στο ποίημα «Ύλη σιωπής», κυριαρχεί η αντίθεση ανάμεσα στο αόρατο και το ορατό, το παρόν και το απόν. Η σιωπή γίνεται ο κατεξοχήν τόπος της μνήμης, ενώ το χιόνι –ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ποίηση της Καλογεροπούλου– συμβολίζει τη συντριβή και την αναγέννηση. Η χρήση των αντιθέσεων: «τίποτα» – «κάτι», «αφύλακτο» – «καλύτερα φυλαγμένο»─, ενισχύει την εσωτερική ένταση. Το ποίημα συνομιλεί με τον υπαρξιακό στοχασμό του Μπέκετ και την τραγική ειρωνεία της ποίησης του Νίκου Καρούζου.
Φ Ω Ν Η
Νὰ ἔρθεις ἀπ᾿ τὸ σπίτι, μοῦ εἶπε
ἡ μητέρα
ἑφτὰ μῆνες τώρα πεθαμένη
Δὲν μπορῶ νὰ βρῶ το δρόμο
χάθηκα, τῆς λέω
ψάχνω
μὰ ἔχασα το δρόμο
Θὰ τὸν βρεῖς, μοῦ λέει
ἡσύχασε
θὰ τὸν βρεῖς
Εἶμαι πάντα ἐδῶ καί σε
περιμένω
Στη «Φωνή», ένα από τα πιο συναισθηματικά φορτισμένα ποιήματα της συλλογής, το φάντασμα της μητέρας λειτουργεί ως χάσμα, αλλά και ως γέφυρα, ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών. Η φωνή της μητέρας που καλεί, αλλά και η αδυναμία εύρεσης του δρόμου, παραπέμπουν σε μοτίβα της ορφικής παράδοσης και της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Η απλότητα της γλώσσας και η ελάχιστη χρήση μεταφορικών σχημάτων εντείνουν τη δραματικότητα του ποιήματος.
ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ
Ἀκου! Ἄκουσε αὐτὸν τὸν ἦχο
ἄρχισε πάλι
ἠλεκτρικὲς καμπάνες, Ἄγγελοι
ἀδειάζουν ἀπ τὸ στῆθος τους νερό
ἑφτὰ ἄνεμοι μαζί, ὁρμοῦν
στοὺς καταρράκτες
κι ἡ παλίρροια ἀπ᾿ τίς κραυγές τους
σοῦ τρυπᾶ τὰ αὐτιά
[…]
Εἶναι ἡ πτώση ἀνεστραμμένη ἄνοδος
ἢ διάβασε λάθος τὰ σημάδια;
Ἀγγελε τοῦ πικροῦ νεροῦ
τῆς ἀλήθειας νερὰ μιλῆστε
δεῖξτε της αὐτὸ ποὺ ἀγνοεῖ
Σὲ ποιά θάλασσα γλιστρᾶς
μὲ πανοπλία
ποιό δάσος σιωπῆς διασχίζεις
μὲ κραυγές;
ποιά παγωμένη ἔρημο ἀναφλέγεις
κάθε νύχτα;
Μιὰ ἐναντίωση στὸ τίποτα
εἶναι ἀρκετή
μετὰ φαντάσματα σκαρώνει
τὸ ἐφήμερο
[…]
Νὰ γίνεις αἷμα, εἶπε
Ἀλήθεια
Νὰ σωθεῖς, εἶπε
Στο ποίημα «Αισθάνεται το βάρος της», ένα από τα πιο δυνατά ποιήματα της συλλογής, κυριαρχούν οι θρησκευτικές και κοσμογονικές εικόνες, με αναφορές σε αγγέλους, καμπάνες και στοιχεία της φύσης που αποκτούν μεταφυσική υπόσταση. Η ποιήτρια πραγματεύεται τη σχέση της με την πίστη, τη μνήμη και τη θνητότητα, καταλήγοντας στην υπαρξιακή εντολή: «Να γίνεις αίμα, είπε / Αλήθεια / Να σωθείς, είπε//».
ΑΥΤΟΨΙΑ
Γιατὶ ὅλα εἶναι εἰκόνες
Ἐρείπια ἐν ἐξελίξει, ὄχι μνημεῖα
χρόνος. Μόνο
Κι αὐτὸς ποὺ ἀρνεῖται νὰ εἶναι
εἶναι συνένοχος σιωπῆς
Χαμένος
Χαμένοι ὅλοι
στὶς μικρές μας βροχές
Γιατί ὑπάρχει χρόνος
Γιατί δὲν ὑπάρχει χρόνος
Γιατί δὲν ἔχει νόημα, τὸ νόημα
[…]
Ζῶο κι ἐγὼ σὲ αἰχμαλωσία
[…]
Ἱκέτες, ὄχι ἐκδρομεῖς
Ἱκέτες ὅλοι μας στὴν ἐκκλησία
τῶν δέντρων
[…]
Ναί ! Ἐχει μιὰ μυρωδιά
αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση τῆς κόλασης
απόγνωση
Ο τίτλος «Αυτοψία» χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει μια εξεταστική και, σε κάθε περίπτωση, ψυχρή και αποστασιοποιημένη ματιά πάνω στην πραγματικότητα. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε ιατροδικαστικά και ερευνητικά πλαίσια, προσδίδοντας αίσθηση αντικειμενικότητας αλλά και θανάτου. Η ποιήτρια επιλέγει αυτήν τη λέξη για τίτλο στο ποίημα της, για να δείξει μια ζωή που παρουσιάζεται ως παράλογη και χωρίς εγγενές νόημα. Οι αντιφατικές διατυπώσεις, τα λεκτικά παιχνίδια, όπως και οι επαναλήψεις («Χαμένοι», «Γιατί», «σκόρπιοι»), ενισχύουν αυτήν την αίσθηση, αγγίζοντας φιλοσοφικά θέματα, με βασικούς άξονες την παροδικότητα, τη μοναξιά, την αιχμαλωσία και το παράλογο.
Ο χρόνος ως φθορά: «Ἐρείπια ἐν ἐξελίξει, ὄχι μνημεῖα», αντανακλά την ιδέα ότι τίποτα δεν διατηρείται ακέραιο. Τα πάντα φθείρονται, με τη ίδια την έννοια του νοήματος να τίθεται υπό αμφισβήτηση: «Γιατί δὲν ἔχει νόημα, τὸ νόημα». Ο άνθρωπος παρουσιάζεται παγιδευμένος, τόσο κοινωνικά όσο και μεταφυσικά: «Ζῶο κι ἐγὼ σὲ αἰχμαλωσία» ─ ενώ η φύση και η ιστορία εμφανίζονται ως αντίθετες δυνάμεις: «Ἡ φύση εἶναι φῶς, μὰ ἡ ἱστορία της αἱμάτων περιπέτεια». Είμαστε «Ἱκέτες, ὄχι ἐκδρομεῖς», δηλαδή εξαρτημένοι και ανίσχυροι. Και αυτήν την κόλαση τη νιώθει ο άνθρωπος στο πετσί του και με την πιο δυνατή αίσθηση, την όσφρηση: «Ἐχει μιὰ μυρωδιά αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση τῆς κόλασης».
ΔΕΞΙΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΜΟΥ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ
Τὰ δεμένα ζῶα
ποὺ «ἔφυγαν» μὲ ἕνα τελευταῖο καλπασμό
στὰ ὄνειρά τους
μιὰ πυρακτωμένη στιγμὴ τοῦ χρόνου
τόση δά, στιγμὴ σφιχτὰ δεμένη
σὲ φράχτη ποὺ ἅρπαξε φωτιά
[…]
Κι ἤθελα στὴ θάλασσα τὸ βλέμμα μου
νὰ στρέψω, ἄλλο νὰ μὴ βλέπω
καὶ γύρισα τὸ κεφάλι
θάλασσα μόνο, νὰ δῶ
μὰ θάλασσα πιὰ δὲν ὑπῆρχε
Το ποίημα «Δεξιά στη μνήμη μου υπάρχει ένα δάσος» αντλεί τη δυναμική του από την εικόνα των δεμένων ζώων. Τα ζώα λειτουργούν ως σύμβολα παγίδευσης, μοίρας και θυσίας. Η ακινησία τους («ασάλευτα και στέκονται όρθια») υποδηλώνει τη στατικότητα της μνήμης, αλλά και την αναπόδραστη μοίρα της ύπαρξης. Η τελική αντιστροφή («γύρισα το κεφάλι / θάλασσα μόνο, να δω / μα θάλασσα πια δεν υπήρχε») αποκαλύπτει το αναπόφευκτο της απώλειας. Το βλέμμα που στρέφεται μακριά αποζητά μια διαφυγή, αλλά τελικά έρχεται αντιμέτωπο με το κενό και την εξαφάνιση.
Το ποίημα ακολουθεί μια κατακερματισμένη, κινηματογραφική ροή, με κοφτές φράσεις που ενισχύουν την υποβλητικότητα του δράματος. Ο τίτλος «Δεξιά στη μνήμη μου» προϊδεάζει για μια προσωπική αναδρομή στο παρελθόν. Το «δεξιά» μπορεί να σημαίνει έναν συγκεκριμένο, σταθερό χώρο στη μνήμη της ποιήτριας, ένα μέρος όπου είναι αποθηκευμένα επώδυνα γεγονότα. Η εικόνα των δεμένων ζώων που τρέχουν, αλλά παραμένουν ακίνητα, είναι σπαρακτική. Εικόνα καταδίκης. Τα δεμένα ζώα μοιάζουν με τους καταπιεσμένους, όσους δεν έχουν φωνή, όσους υποφέρουν σιωπηλά. Είναι παγιδευμένα, όπως ο άνθρωπος. Η φωτιά στον φράχτη συμβολίζει τη βία της ιστορίας, τον πόλεμο, το αναπόφευκτο τέλος. Η μνήμη γίνεται φυλακή. Η θάλασσα εξαφανίζεται, και η κόλαση δεν είναι αλλού – είναι εδώ, στη ζωή μας. Τα δέντρα έχουν τη πιο δυνατή μνήμη, γι αυτό μένουν ακίνητα.
Π Ρ Ο Σ / ΦΥ Γ Ε Σ
Αὐτὴ ἡ γυναῖκα κρατᾶ στὰ χέρια
τὸ νεκρὸ παιδὶ της
το παιδὶ εἶναι νεκρό
Τὸ ποίημα εἶναι νεκρό
κάθε ποίημα εἶναι παιδὶ νεκρό
Μιὰ γυναῖκα ποὺ κρατᾶ ἕνα παιδὶ νεκρό
εἶναι μιὰ γη
δίχως νερό
κι ἡ γυναῖκα δὲ μπορεῖ νὰ γυρίσει πίσω
[…]
Κι ἡ κόλαση εἶναι ἐδῶ
Γιατί ἡ γυναῖκα καὶ τὸ παιδί
κι ἐσεῖς κι ἐγὼ εἴμαστε ἐδῶ
Νεκροί
Στο ποίημα «Προς / Φυγές», ένα από τα πιο σπαρακτικά ποιήματα της συλλογής, η ποιήτρια πραγματεύεται τον πόνο της απώλειας, μέσα από την εικόνα μιας μητέρας που κρατά το νεκρό παιδί της. Εδώ, η ανθρώπινη απελπισία αγγίζει ζητήματα μνήμης, τραύματος, απώλειας και της αδυναμίας διαφυγής από το παρελθόν. «Η γυναίκα κρατά στα χέρια το νεκρό παιδί της»: Η εικόνα είναι αρχέγονη. Θυμίζει τη Pietà (Πιετά) του Μιχαήλ Άγγελου, τις «θρηνητικές μορφές» του Γιάννη Ρίτσου, αλλά και σύγχρονες εικόνες προσφύγων ή θυμάτων πολέμου. Συμβολίζει τη μητρότητα, την απώλεια, τη θυσία.
«Το ποίημα είναι νεκρό»: Η ποίηση δεν μπορεί να σώσει, δεν έχει τη δύναμη να αλλάξει την πραγματικότητα. Αποτυπώνει τον κύκλο του θανάτου και την αδυναμία επιστροφής: «Το πίσω είναι το παιδί / και το παιδί είναι νεκρό»: Το παρελθόν είναι οριστικά χαμένο. «Και η κόλαση είναι εδώ»: Δεν υπάρχει διαφυγή, η κόλαση δεν είναι μεταφυσική, είναι η ίδια η πραγματικότητα.
Το ποίημα είναι βαθιά πολιτικό, ακόμη κι αν δεν αναφέρεται άμεσα σε κάποιο πολιτικό ή ιστορικό γεγονός. Αγγίζει την τραγωδία του πολέμου, την ανθρώπινη εξαθλίωση, μητέρες σε εμπόλεμες ζώνες, τον θάνατο αθώων. Αντλεί από τις παραδοσιακές εικόνες θρήνου στη χριστιανική και λαϊκή παράδοση, με την επαναληπτικότητα («το παιδί είναι νεκρό», «το ποίημα είναι νεκρό») να δημιουργεί μια θρηνητική δομή, μια εφιαλτική, σχεδόν ιεροτελεστική ατμόσφαιρα, παραπέμποντας σε αρχαίες τραγωδίες και μοιρολόγια. Εκφράζει την πικρή διαπίστωση ότι ο κόσμος δεν αλλάζει –η κόλαση είναι εδώ─, παραπέμποντας στον Υπαρξισμό (Καμύ, Σαρτρ) και στην ιδέα του Νίτσε ότι ο άνθρωπος οφείλει να αντικρίσει κατάματα την πιο σκληρή αλήθεια. Η εικόνα της γυναίκας με το νεκρό παιδί μετατρέπεται σε σύμβολο καθολικής απώλειας.
Πρόκειται για ένα ποίημα ωμό, δυνατό, που δεν προσφέρει λύτρωση. Η μορφή του είναι ελεύθερη, ασύνδετη, αποσπασματική, σαν να αποτυπώνει τις σκέψεις και τις εικόνες που αναδύονται χαοτικά στη μνήμη της ποιήτριας. Η γλώσσα είναι λιτή, ωμή, με τις επαναλήψεις («νεκρό», «το ποίημα είναι νεκρό»), να ανακαλούν στη μνήμη μας λαχανιασμένο παραλήρημα. Η ταύτιση του νεκρού παιδιού με το νεκρό ποίημα αναδεικνύει τη διττή λειτουργία (ταυτόχρονα δημιουργία και απώλεια) που εμπεριέχει η ποιητική πράξη. Η τέχνη γίνεται μια άλλη μορφή θανάτου, ένας τρόπος να κρατηθεί κάτι ζωντανό, ενώ ήδη χάνεται.
Σ Ω Μ Α Μ Ε Σ Ω Μ Α
Ὑπάρχουν ἱστορίες ὁλόκληρες
ποὺ μοιάζουν μὲ ἀμμόλοφους
πατᾶς πάνω τους καὶ βουλιάζεις
σὲ ἀμίλητο παράπονο
Ἀλλες χάσκουν ἀνοιχτές, ἐρείπια
ποὺ τὰ ρήμαξε ὁ χρόνος
Κι ἄλλες κρεμασμένες στὴ ράχη
μιᾶς λέξης μένουν ἐκεῖ μετέωρες
γιὰ πάντα
Νὰ ζεῖς γενναῖα τὴ φθορά, σημαίνει
νὰ διασώζεις τὸ ἄφθαρτο
μὲς στὴν ἀγάπη
Το «Σώμα με σώμα», είναι ένα ποίημα συμφιλίωσης με την απώλεια. Υποδηλώνοντας τη σωματικότητα ως μέσο βίωσης του κόσμου, δομείται σε τρεις ενότητες, καθεμία αφιερωμένη σε διαφορετικούς τύπους ιστοριών: Ιστορίες σαν τους αμμόλοφους (αβέβαιες, εύθραυστες, έτοιμες να καταρρεύσουν), ιστορίες σαν ερείπια (κατεστραμμένες από τον χρόνο), ιστορίες που κρέμονται από μια λέξη (μετέωρες, αιώνιες, αβέβαιες αλλά ζωντανές). Μιλά για την παροδικότητα της ζωής και το πώς η αγάπη μπορεί να λειτουργήσει ως σωσίβιο απέναντι στη φθορά. Η φθορά υπάρχει, αλλά μέσα από την αγάπη, κάτι διασώζεται.
Οι ιστορίες που χάνονται είναι χαμένες ζωές, ξεχασμένες αφηγήσεις, ή ακόμα και πολιτισμοί που διαλύθηκαν στον χρόνο. Επίσης, η φθορά μπορεί να ερμηνευθεί ως μια κριτική στην κοινωνία που αφήνει τις ιστορίες να χαθούν. Υπάρχει και εδώ η έννοια του παροδικού και της αέναης προσπάθειας. Τα ερειπωμένα πράγματα, οι μετέωρες λέξεις και τα αμμολοφικά όνειρα αποτυπώνουν μια αίσθηση εύθραυστης μνήμης και ύπαρξης. Ο στίχος είναι μικρός, καθαρός, σαν να αναζητά τη μέγιστη ουσία με τα ελάχιστα μέσα. Ο τελευταίος (στίχος) εκφράζει μια κεντρική, οντολογική θέση: «Να ζεις γενναία τη φθορά, σημαίνει να διασώζεις το άφθαρτο μέσα στην αγάπη». Η ζωή και η φθορά πάνε μαζί, αλλά η αγάπη μπορεί να αγγίξει κάτι αθάνατο.
ΑΓΑΠ/Υ
Πένθος εἶναι ἡ ἀγάπη
ἴσως μιὰ λέξη
πρὶν γίνει οὐρὰ σαύρας
ποὺ ἀφήνει
τὸ κορμάκι της
τροφή
στὸ τρυφερὸ σκοτάδι
κι ἴσως πάλι
μιὰ ἀνορθογραφία
τῆς στιγμῆς
μιὰ εὐρύχωρη καμπύλη
ἀγάπ/υ πιὰ κ ὄχι ἀγάπη
ὄρυγμα βαθύ
βαρκούλα
ποὺ μᾶς χωρᾶ μαζί
καὶ πλέει
προσευχή
καὶ ἐράνισμα ζωῆς
σὲ ταπεινό
πανέρι
Ο τίτλος «ΑΓΑΠ/Υ» είναι ένα λεκτικό παιχνίδι. Το «ΑΓΑΠΗ» εμφανίζεται κομμένο, λες και έχει χαθεί κάτι. Το «Υ» υποδηλώνει ρήγμα («όρυγμα»), διακοπή, μια αποσπασματική αγάπη ή την αγάπη μέσα από το πένθος της απώλειας. «Όρυγμα» σημαίνει χάσμα, σκάψιμο, κάτι βαθύ. Η αγάπη είναι μια πληγή, ένα σκάψιμο στην ψυχή. «Πένθος εἶναι ἡ ἀγάπη». Είναι σαν να υποδηλώνει ότι κάθε αγάπη περιέχει μέσα της το σπόρο της λύπης, είτε γιατί είναι εφήμερη, είτε γιατί εμπεριέχει τη νοσταλγία του «άλλου». Είναι μια αγάπη ζωντανή και νεκρή ταυτόχρονα, σαν την ουρά της σαύρας που συνεχίζει να σπαρταράει ακόμα κι αφού αποκοπεί.
Η ουρά της σαύρας είναι ένα εκπληκτικά δυνατό σύμβολο: η σαύρα αφήνει την ουρά της για να επιβιώσει. Έτσι και η αγάπη ίσως είναι μια θυσία, μια αποκοπή, μια αυτοϋπέρβαση. «Τρυφερό σκοτάδι»: ένα οξύμωρο – το σκοτάδι δεν είναι απλώς έλλειψη φωτός, αλλά μια μήτρα που τρέφει. Υπάρχει εδώ ένας τόνος θρησκευτικότητας – η αγάπη γίνεται «προσευχή» και «εράνισμα ζωής». Η αγάπη δεν είναι ένα μεγάλο γεγονός, αλλά μικρές, ταπεινές στιγμές. Ταυτόχρονα είναι «μια ανορθογραφία της στιγμής», κάτι που δεν ήταν «σωστό», που ξέφυγε, που απέτυχε. Η ανορθογραφία σημαίνει λάθος, παρέκκλιση από τον κανόνα. Η αγάπη είναι κάτι που δεν χωρά στους κανόνες – μια εξαίρεση στον αυστηρό ορθολογισμό της ζωής. Είναι όμως και η βαρκούλα που μας χωρά μαζί, δεν είναι μόνο πένθος και «ανορθογραφία», είναι και μέσο διάσωσης.
Σε κάθε περίπτωση, η αγάπη δεν παρουσιάζεται ως κάτι όμορφο ή απόλυτα θετικό – είναι συνδεδεμένη με την οδύνη. Η αγάπη δεν είναι ποτέ ολόκληρη, πάντα κάτι λείπει, πάντα κάτι αλλάζει. Είναι κάτι που διαρκώς ρέει, χάνει, χάνεται και αναγεννάται. Θυσιάζεται, γίνεται κομμάτια αλλά και αφήνει πολύτιμα κομμάτια πίσω της. Παρόλο που είναι πένθος, ρήγμα, απώλεια, στο τέλος γίνεται κάτι ιερό, κάτι μικρό και πολύτιμο που μαζεύουμε στην καθημερινότητά μας.
Α Σ Τ Ε Ι Ο
στὸν Ν.Α.
Ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν προλάβαμε
Τὸ ξέρω
Μὰ δὲν θέλω νὰ ξέρω
Εἶναι τόσα πολλὰ αὐτὰ ποὺ δὲν θέλω
πιὰ νὰ ξέρω
Ἄς ποῦμε ἂν σὲ ρωτήσω
Κρυώνεις ;
Θὰ προτιμοῦσα νὰ μοῦ πεῖς τὴν ὥρα
Ἢ ἕνα ἀστεῖο γιὰ κάποιον
ποὺ δὲν πρόλαβε
Ἢ ἕνα εὐφυολόγημα ὅπως ὅτι ἡ ἐλπίδα
τὸ καύσιμο εἶναι τῆς ἀπελπισίας
Μὰ ξέρω καλὰ πὼς ἀπόψε
Κρυώνεις
καὶ μέσα μου δὲν ἔμεινε πιὰ κανείς
νὰ ἀκούσει
—ἀντὶ γιὰ μένα, ἔστω αὐτός—
αὐτὸ τὸ καταραμένο
θεόσταλτο
ἀστεῖο
Το ποίημα «Αστείο», αφιερωμένο στον «Ν.Α.», άρα πιθανώς προσωπικό και βιωματικό, χρησιμοποιεί καθημερινό, απλό ύφος, κάτι που το κάνει πιο άμεσο και συγκινητικό. Είναι ένα ποίημα για όσα δεν πρόλαβαν να ειπωθούν. Ο τίτλος είναι ειρωνικός. Η αίσθηση της απώλειας και της συναισθηματικής κενότητας κυριαρχεί, ενώ η ανάγκη για επικοινωνία (ρωτάει «Κρυώνεις;») συναντά την αδυναμία ουσιαστικής ανταπόκρισης. Ο στίχος: «η ελπίδα είναι το καύσιμο της απελπισίας», δημιουργεί μια πολύ δυνατή αντίθεση που περικλείει όλη τη φιλοσοφία του ποιήματος.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ποίηση της Έφης Καλογεροπούλου είναι μια περιπλάνηση στην ανθρώπινη μνήμη, την απώλεια και την αναζήτηση νοήματος. Η ποιήτρια, με σύντομες, κοφτές προτάσεις, δημιουργεί ένα ιδιότυπο αλληγορικό τοπίο, για να εκφράσει τη δύναμη της αγάπης και της φθοράς, τη μοναξιά και την ένταση του ανθρώπινου βιώματος. Με ποιήματα που επικοινωνούν στενά μεταξύ τους, τόσο σε θέματα ύφους όσο και περιεχομένου, με έντονες εικόνες, λιτό αλλά υπαινικτικό λόγο, καταφέρνει να δημιουργήσει έναν κόσμο όπου το παρελθόν και το παρόν διαρκώς αναμετρώνται. Η συλλογή της συνομιλεί με τις παραδόσεις της υπαρξιακής και μεταφυσικής ποίησης, ενώ διατηρεί μια βαθιά προσωπική φωνή, που ισορροπεί ανάμεσα στο τραγικό και το λυτρωτικό στοιχείο της τέχνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου