Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

ιστορίες



...................................................................................
Όλα  τουτα μπορεί να σου φαίνονται φτιαχτά,αλλά η ιστορία όσων συνέβηκαν εκείνη τη νύχτα αρχίζει όταν μια φανταχτερή σούστα με κόκκινες ρόδες- στοιβαγμένη από άντρες-κατεβαίνει κατρακυλώντας εκείνους τους πολυπατημένους λασπόδρομους ανάμεσα στα τούβλινα καμίνια και τα αδειανά οικόπεδα.
Δυό τύποι στα μαύρα κάνανε μεγάλο σαματά γρατζουνώντας τις κιθάρες τους ,και ο αμαξάς κροτάλιζε συνέχεια το μαστίγιο του πάνω στα αδέσποτα σκυλιά που προσπαθούσαν να αρπάξουν τα πόδια του αλόγου.
Στη μέση αμίλητος καθόταν ενας τύπος τυλιγμένος σε ένα πόντσο.Ηταν ο περίφημος Χασάπης –το όνομα του κόλλησε από τότε που δούλευε στ α σφαγεία-κι είχε βγεί σεργιάνι γυρεύοντας καβγά μπορεί και φονικό
.Η νύχτα δροσερή και καλοσυνάτη.Κανά δυό κάθονταν πάνω στη διπλωμένη κουκούλα ,έτσι σα να έκαναν παρέλαση σε μια λεωφόρο της πόλης μέρα καρναβαλιού.Πολλά και διάφορα έγιναν εκείνη τη νύχτα αλλά μόνον αργότερα ψυλλιαστήκαμε αυτό το πρώτο μέρος.Η δική μας συμμορία ήταν εκεί στης Τζούλιας από νωρίς.Το χορευταράδικο της Τζούλιας ,ανάμεσα στην οδό Γκάουνα και το ποτάμι,δεν ηταν παρά μια μεγάλη παράγκα φτιαγμένη από τσίγκους.Το ξεχώριζες από δυο τρία τετράγωνα μακριά ,ή από την κόκκινη λάμπα που κρεμότανε απέξω ή α΄πό τον σαματά.Η Τζούλια μόλο που ήταν μαύρη,πρόσεχε νάναι όλα εντάξει –πάντα υπήρχαν ένα σωρό βιολιστές ,καλό πιοτό και ντάμες έτοιμες να χορέψουν όλη τη νύχτα.Ομως η Λα Λουζανέρα – ηταν το κορίτσι του Ροσέδο- τις άφηνε όλες πίσω.Είναι πεθαμένη τώρα ,και μπορώ να σου πώ πώς περνάνε χρόνια χωρίς να περάσει από το μυαλό μου.Αλλά έπρεπε να την έβλεπες στο καιρό της –τι ματια ήταν αυτά! Ένα της βλέμμα ήταν αρκετό για να χάσει τον ύπνο του ένας άντρας.Το ρούμι,η μουσική,οι γυναίκες ,ο Ροσέδο με εκείνες τις σκληρές κουβέντες  να ξεχύνονται από το στόμα του κι ένα χτύπημα στην πλάτη για τον καθένα μας ,που προσπάθησα να το πάρω για σημάδι πραγματικής φιλίας- η αλήθεια είναι πώς ήμουνα ευτυχισμένος όσο γίνεται.Στάθηκα και τυχερός
.Είχα μια ντάμα που ακολουθούσε τα βηματά μου λες κι ήξερε από πρίν προς τα πού θα στριβα.Το ταγκό μας συνεπήρε ,μας ένωνε και μετά μας χώριζε ,και μετά μας έφερνε πάλι μαζί.Ετσι λοιπόν ήμασταν στη μέση όλου αυτού του γλεντιού ,κάτι σαν σε όνειρο να πούμε όταν ξαφνικά νιώθω τη μουσική σα να δυναμώνει.Συνέβει  ναναι εκείνοι οι δυό κιθαριστές πάνω στη σούστα ,κι όπως όλο και πλησίαζαν η μουσική τους μπερδευόταν με την δική μας.Μετά άλλαξε ο αέρας και δεν ακούγονταν πια ,και το μυαλό μου γύρισε στα βηματα μου και στης ντάμας μου και στα κατατόπια του χορού.Κάπου μισή ώρα αργότερα ακούστηκε ένα σφυροκόπημα στην πόρτα και μια αγριοφωνάρα να ωρύεται σαν να ήταν οι μπασκίνες.Ξαφνικά επεσε σιωπή .Τότε κάποιος απ έξω αρχισε να σπρώχνει την πόρτα και προτού το καλοκαταλάβουμε ,ορμάει  μέσα ενας τύπος.Η πλάκα είναι πώς ηταν φτυστός η φωνή του………….....................................................................................................................
..............................................................................................................

Εμεινα εκεί κοιτάζοντας τα πράματα που είχα δεί όλη μου τη ζωή-το μεγάλο πλατύ ουρανό,το ποτάμι που τρεχε κάτω εκεί το δικό του τυφλό δρόμο,ενα αλογο που αποκοιμιόταν,τους βρώμικους δρόμους ,τα καμίνια και μούρθε εκεί δα ,πως ανάμεσα σε αυτά τα αγριοχορτα  και τους θλιβερούς σωρούς αυτού του βρωμότοπου,είχα και εγώ μεγαλώσει το ίδιο όπως ένα αγριόχορτο.Τι άλλο περίμενες να βγεί απ όλη τούτη τη βρωμιά παρά εμείς -όλο νταηλίκι αλλά απο μέσα άδειοι,μολο μεγάλες κουβέντες αλλά χωρίς να σηκώνουμε το ανάστημα σε κανένα...................................................
Πίσω στο χορευταράδικο η μουσική συνεχιζότανε  ακόμη δυνατά και με την αυρα ήρθε και μια μυρωδιά απο αγιόκλημα....................................................

Ο  νταής
Χόρχε Λουις Μπόρχες//ιστορίες
Μετάφραση Κάτια Γουίλσον
Εκδ.Ερμής 1976

Δεν υπάρχουν σχόλια: