Ο
ύπνος σαν άλλος εφιάλτης, των παρόντων και των απόντων τα σώματα συνημμένα,
ριγμένα μέσα σε αυτήν τη μηχανή του χρόνου,
που διαρκώς περιστρέφεται σαν το νερό στον κρύσταλλο μέσα και χάρτες
χαράζει στο βλέμμα, στην καρδιά της όρασης, στην καρδιά του κόσμου, έτσι που ο χρόνος σε φως ξεσπάει, η φωτιά της
φύσης ρίχνει λιωμένο μέταλλο ποτίζει τις
πληγές και το αίμα περιπλανώμενο, ανάμεσα σε μας και στο στρογγυλό του καθρέφτη
μάτι που μας ακολουθεί μια μουσική γεννάει εκεί, που τα παράθυρα της ψυχής τα
χέρια μας, ανοίγουν σαν άλλες των φτερών ανταύγειες μια προσευχή μια περιπλάνηση
για το Αλλού του κόσμου τούτου.
Οι
γραμμές
οι
αριθμοί
τα
πρόσωπα
το
αμνημόνευτο της αγάπης βάθος
το
Νόημα
το
Απόκτημα
ο
Θάνατος
ο
νεκρός αδερφός
το
ανεκπλήρωτο μέλλον
τα
παιδιά που έμειναν νάνοι
οι
νάνοι νεκροί
οι
μέσα μας νεκροί
η
αφετηρία πριν από την αρχή
το
χέρι που δεν φτάνει να κόψει το χρόνο
ο
σάπιος χρόνος είναι ο ώριμος χρόνος
ο
χρόνος-σιωπή
ο
χρόνος-εφιάλτης
o χρόνος-παγίδα
o χρόνος-δήμιος
o χρόνος ο μεγαλύτερος Έρωτας όλων
των Ερώτων
το
καρφί και το πύον της συνείδησης
το
αίμα στο φιλί
το
καμένο κάρβουνο της προδοσίας
το
άσπρο πόδι της ματαίωσης
η
λάσπη της αγάπης και η Θεία κοινωνία της
ο άγριος σκύλος που κοιμάται μέσα μου τις
νύχτες
το
άδειο που δεν έχω όταν σε έχω.
Το
πριν το τώρα το μετά το πάντα από το κλάμα μου
το
φαγωμένο μήλο της ζωής μας και τα φτυσμένα κουκούτσια του
ο
ήχος από σπασμένα ποτήρια που σε ξυπνά τις νύχτες
το
σπασμένο ανάμεσά μας
ο
χρόνος ο αδερφός μου ο πατέρας μου η μάνα μου
τα
παιδιά μου
ο
δημιουργός μου και ο δήμιος μου
ο
δήμιος μου
ο
δήμιος μου.
Η
φωτιά που καίει τα σταφύλια.
Τα
σπασμένα φρένα της απόγνωσης
το
ζώο στο σφαγείο
το
ζώο στο διάδρομο του σφαγείου
το
σφαγμένο βλέμμα σου
οι
νυχτερίδες της σκέψης
οι
τύψεις
ο
θάνατος
οι
χειρονομίες του
το
ανεπίστροφο
το
ανεπίδοτο
ο
γκρεμισμένος τοίχος της σκιάς σου
οι
σκιές μας
τα
κομμένα δάχτυλα της τρέλας
οι
μέρες που ανοιγοκλείνουν στο σκοτάδι
οι
πόρτες της συνείδησης
οι
πόρτες μας
το
ποτάμι της λήθης με το μαύρο νερό
το
λιωμένο μέταλλο του χρόνου
το
ξυράφι του
το
παγωμένο γάλα της συνείδησης
και
το μαχαίρι που το κόβει.
Κι
ήταν η σάρκα του νερού
το
σώμα του νερού που απ’ τα δάχτυλα γλιστρώντας
τον
ρωτούσε
πες
μου από ποια αρρώστια θα πεθάνεις;
Κι έτσι ο χαμένος χρόνος
ο
χρόνος της αναμονής των συμβάντων του
ο
κρεμασμένος χρόνος της σιωπής
απ’
τα νύχια της ανάγκης κρεμασμένος
του
έδειχνε σβήνοντας
μιαν
άλλη δυνατότητα του να υπάρχει
χωρίς
αυτά
να
υπάρχει
σαν
ένας σωρός άλλου κουρασμένου χρόνου
παράξενος
που
μαζεύει τις βαλίτσες του
και
ανεβαίνει πάλι στις στρογγυλές του ρόδες
και
κυλάει
σκορπίζοντας
βλέμματα ζώων
κραυγές
παιδιών
και
ψίχουλα ρόδων στο σκοτάδι
και
κυλάει
με
όλα τ’ αδέσποτα των δρόμων
αδέσποτος
κι αυτός
άδετος
αδαής δεόμενος
κυριευμένος
από την απόλυτη σιωπή
του
μυστήριου της ζωής
και
του φωτός αιχμάλωτος(…)
εφη καλογεροπούλου
ερημος οπως ερωτας
ποιείν-μετρονόμος,2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου