Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

επιθυμίες και νευρώσεις ///// Lacan!!!!!!!





Κατά τον Lacan, η έννοια της επιθυμίας γεννιέται σε σχέση με τον Άλλον και μέσω της επιθυμίας του Άλλου και εγγράφεται στην συμβολική τάξη. Η φράση που συχνά διατύπωνε ήταν : «η επιθυμία του ανθρώπου είναι η επιθυμία του Άλλου» (Lacan, 1964). Αυτό είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό με τους εξής τρόπους:  
α) Η επιθυμία είναι «η επιθυμία της επιθυμίας του Άλλου». Κάτι που σημαίνει ότι η επιθυμία είναι να είναι κανείς το αντικείμενο της επιθυμίας κάποιου άλλου και να «αναγνωρίζεται» από αυτόν τον άλλον. Η επιθυμία της επιθυμίας του Άλλου, παραπέμπει στην πρωταρχική ικανοποίηση της ανάγκης του, εκείνη την πρώτη φορά που ούτε το ζήτησε ούτε το περίμενε, συμπεριλαμβανομένου κάτι «επί πλέον». Αύτή η επιθυμία για αναγνώριση, λέει ο Lacan, έχει τις ρίζες της στην αναγνώριση και στην σηματοδότηση από την πλευρά της μητέρας, αυτών των πρώτων αντιδράσεων σωματικής εκτόνωσης που η μητέρα «αναγνώρισε» ως αίτημα, ανταποκρίθηκε σε αυτό, εισάγοντας έτσι το παιδί στη γλώσσα του συμβολικού. Όμως, αυτό σημαίνει ότι το παιδί υποτάσσεται στην έννοια του νοήματος και για να κάνει την επιθυμία του να ακουστεί είναι υποχρεωμένο να ζητήσει μέσω του αιτήματος. Αυτή η λεκτική μεσολάβηση εισαγάγει μια αναντιστοιχία μεταξύ της επιθυμίας της πρώτης ικανοποίησης και του αιτήματος. Διότι από την στιγμή που εισήχθηκε το αίτημα δεν μπορεί να βρεθεί ξανά η πρωταρχική ικανοποίηση, με αποτέλεσμα το παιδί να επιθυμεί την επιθυμία η οποία δεν μπορεί να σηματοδοτηθεί ποτέ επαρκώς. Η επιθυμία θα βρίσκεται πάντα εγγεγραμμένη ανάμεσα στο αίτημα και την ανάγκη. Ο Lacan ακολουθεί τα χνάρια του Kojève και του Hegel, διατυπώνοντας ότι η επιθυμία για επίτευξη της αναγνώρισης του υποκειμένου, φθάνει στο σημείο της διακινδύνευσης της ίδιας του της ζωής μέσα από έναν αγώνα καθαρά γοήτρου. Η επιθυμία αυτή, συνιστά την επιθυμία να γίνει κανείς το αντικείμενο της επιθυμίας του άλλου, και φαίνεται στην αρχή του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, όταν το παιδί επιθυμεί να είναι ο φαλλός για την μητέρα.  
β) «Το αντικείμενο της επιθυμίας του ανθρώπου… είναι να επιθυμείται από κάποιον άλλον» (Lacan, 1951). Αυτός ο τρόπος επιθυμίας μέσω της επιθυμίας του άλλου, μας είναι ιδιαίτερα γνώριμος στην υστερία. Το υποκείμενο υιοθετεί την επιθυμία αυτού με τον οποίο ταυτίζεται. Βλέπουμε και εδώ ότι το αντικείμενο της επιθυμίας δεν παίζει κανένα ρόλο, αλλά αυτό το οποίο έχει σημασία είναι ότι όταν κάποιος επιθυμεί το υποκείμενο, αυτό αποκτά αξία δηλ. αναγνωρίζεται, ακριβώς επειδή είναι επιθυμητό.  
γ) «Η επιθυμία είναι πάντοτε η επιθυμία για κάτι άλλο» (Lacan, 1957). Λόγω του ότι η επιθυμία καθορίζεται από το αδύνατον της ανεύρεσης της πρώτης απόλαυσης με τον Άλλον, το αντικείμενο της επιθυμίας είναι «το αντικείμενο που λείπει αιώνια». Αφού είναι αδύνατον κανείς να βρει αυτό που εξ ορισμού αιώνια λείπει, το αντικείμενο της επιθυμίας μετατίθεται διαρκώς μετονομαζόμενο.  
δ) «Η επιθυμία ανακύπτει αρχικά στο πεδίο του Άλλου». Αυτή την φράση του Lacan μπορούμε να την αντιληφθούμε με την έννοια ότι ο πρώτος άνθρωπος που καταλαμβάνει την θέση του τόπου του Άλλου είναι η μητέρα που το παιδί στην αρχή βρίσκεται στο έλεος της επιθυμίας της. Όταν το παιδί περάσει στην οιδιπόδεια διαλεκτική και αναγνωρίσει την έλλειψη στον Άλλον, δύναται να αποδεχτεί την έλλειψη, και το ότι η επιθυμία. του θα μένει πάντα ανεκπλήρωτη. Η επιθυμία του να «είναι» απωθήθηκε προς όφελος της επιθυμίας του να «έχει» δια μέσου του λόγου και γίνεται αίτημα. Γινόμενη όμως αίτημα χάνεται όλο και πιο πολύ μέσα σε μια αλυσίδα σημαινόντων του λόγου. Η επιθυμία παραπέμπει πάντα σε μια σειρά υποκατάστατων επιθυμιών με υποκατάστατα συμβολικά αντικείμενα που παραπέμπουν στην πρωταρχική επιθυμία, ασυνείδητα. Η επιθυμία θα μετονομάζεται διαρκώς μένοντας πάντα ανικανοποίητη, λόγω της αναγκαιότητας να γίνει λόγος. Εγκαταλείπει δηλαδή την θέση του αντικειμένου της επιθυμίας και γίνεται το ίδιο υποκείμενο το οποίο είναι ελλειμματικό και μπορεί να επιθυμεί.

Η έννοια της επιθυμίας στην λακανική θεωρία
Κυβέλου Ευαγγελία
MSc Κλινικής Ψυχολογίας
και Ψυχοπαθολογίας



απο εδώ 


Νευρωσική δομή
Κατά την λακανική θεωρία η θέση της «ψυχικής υγείας» που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε φυσιολογική είναι ένα απατηλό ιδεώδες ολότητας. Όπως είπαμε όμως πρωτύτερα, το υποκείμενο είναι πάντα ελλειμματικό, κάτι του λείπει.
Η φυσιολογική δομή, υπό την έννοια εκείνου που συναντά κανείς στη στατιστική πλειοψηφία του πληθυσμού, είναι η νεύρωση.9
Σκοπός της ψυχαναλυτικής θεραπείας δεν είναι επομένως η εξάλειψη της νεύρωσης, αλλά η μετατροπή της θέσης του υποκειμένου απέναντι της.10
Στόχος της αναλυτικής θεραπείας είναι να οδηγήσει τον αναλυόμενο στην άρθρωση της αλήθειας γύρω από την επιθυμία του. Κάθε ανάλυση, όσο ατελής κι αν είναι, μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής, όταν επιτυγχάνει τον στόχο αυτό.11
Η νεύρωση, υποδηλώνει την εμπέδωση της πατρικής λειτουργίας, την αφομοίωση της δομής της γλώσσας, την αμφιβολία, και την αναστολή των ενορμήσεων μέσω του μηχανισμού της απώθησης.
Το απωθημένο και η επιστροφή του απωθημένου από το ασυνείδητο μέσω του συμπτώματος, λέει ο Lacan, παίζει τον ρόλο της γλώσσας που επιτρέπει να εκφραστεί η απώθηση. Διότι το υποκείμενο έχει άμεση πρόσβαση στον συμβολικό λόγο.
Σύμφωνα με τον Lacan η δομή της νεύρωσης σχετίζεται με ένα ερώτημα που αφορά το είναι του υποκειμένου. Θα μπορούσε να διατυπωθεί: «Ποιος είμαι;», «Γατί με έκαναν; Τι θέλουν από εμένα;» Αυτά τα ερωτήματα έχουν σχέση με την θέση που κατέχει το παιδί σε σχέση με την επιθυμία των γονιών.
Διακρίνουμε δυο μεγάλες κατηγορίες νευρώσεων: Την ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση και την υστερία.
Το ερώτημα του ιδεοψυχαναγκαστικού φαίνεται να είναι : «να ζει κανείς ή να μην ζει;» θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη του, μια και αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του, μόνο μέσα από το συνειδητό μέρος του εαυτού του. Για αυτό τον λόγο, θέλει να έχει τα πάντα υπό έλεγχο.
Ο ιδεοψυχαναγκαστικός, χαρακτηρίζεται από μια επιθυμία που δεν γίνεται να εκπληρωθεί. Μια αδύνατη επιθυμία. Γιατί όσο πιο κοντά φτάνει ο ιδεοψυχαναγκαστικός να συνειδητοποιήσει την επιθυμία του, τόσο ο άλλος στον οποίο απευθύνεται αποκτά προτεραιότητα σε σχέση με τον ίδιο, εξαλείφοντας τον ως υποκείμενο. Η παρουσία του άλλου, απειλεί τον ιδεοψυχαναγκαστικό με αυτό που ο Lacan αποκαλεί «αφάνιση» (aphanisis), την εξαφάνιση του δηλαδή ως υποκειμένου. Για να αποφύγει αυτή την παρουσία, μια κλασική ιδεοψυχαναγκαστική τακτική είναι να ερωτεύεται κάποιον που είναι απρόσιτος ή να κάνει σχέδια υπερβολικά, ώστε κανείς να μην μπορεί να τα φτάσει.
Για την υστερική, το κύριο ερώτημα είναι: « είμαι άντρας ή γυναίκα;», θέτοντας το θέμα της σεξουαλικότητας.
Γενικά φαίνεται ότι στην φαντασίωση της υστερικής, είναι ο άλλος αυτός που την επιθυμεί. Δεν καταλαμβάνει η ίδια την θέση της επιθυμίας, η ίδια είναι το αντικείμενο της επιθυμίας του άντρα. Αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια, διότι η υστερική ταυτίζεται επίσης με τον σύντροφο της και επιθυμεί σαν να ήταν στην θέση του, σαν να ήταν αυτός. Εφόσον η επιθυμία της γίνεται ταυτόσημη με τη δική του επιθυμία, επιθυμεί όπως εκείνος και ότι εκείνος. Η δική του επιθυμία την οδηγεί στην δική της επιθυμία. Η «άλλη γυναίκα» που βρίσκουμε συχνά στις μελέτες για την υστερία, αναφέρεται στην γυναίκα που επιθυμεί ο άλλος. Η υστερική ταυτίζεται και με τις δύο θέσεις, αυτήν του άντρα της που επιθυμεί μια άλλη γυναίκα, και τότε επιθυμεί σαν άντρας, και αυτή της επιθυμούμενης άλλης γυναίκας και τότε επιθυμεί σαν γυναίκα. Για αυτό αναρωτιέται σε σχέση με τη σεξουαλικότητα της.
Η φοβία, για τον Lacan, δεν συνιστά κλινική δομή ανάλογη της υστερίας και της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης, αλλά μια διέξοδο που είναι δυνατόν να οδηγήσει σε οποιαδήποτε από τις δύο τους και η οποία συνδέεται με συγκεκριμένους τρόπους με την διαστροφική δομή.
Ο φοβικός, λειτουργεί χρησιμοποιώντας ένα φανταστικό αντικείμενο με σκοπό να αναδιοργανώσει τον συμβολικό κόσμο. Αυτό τον βοηθάει να πραγματώσει το πέρασμα από τη φαντασιακή στην συμβολική τάξη.
Η φοβία μπορεί να θεωρηθεί σαν μια στρατηγική την οποία χρησιμοποιεί το υποκείμενο προκειμένου να υποστυλώσει το Όνομα του Πατέρα, που αν και δεν λείπει το βιώνει επισφαλές. Όπως βλέπουμε υπάρχουν μερικές συγγένειες μεταξύ φοβίας και διαστροφής, όμως ο φοβικός έχει αποδεχτεί την πατρική μεταφορά και προσπαθεί να την εδραιώσει ενώ ο διαστροφικός την απαρνείται.

Κυβέλου Ευαγγελία
MSc Κλινικής Ψυχολογίας
και Ψυχοπαθολογίας
απο εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: