Κυριακή 10 Απριλίου 2022

ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ///"RED LIGHT DISTRICT"

 ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΡΑΚΤΑΛ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΤΉΛΗ ΛΟΓΟΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

«…κάθε που λέω να επιστρέφω…»

 

μια ανάγνωση του ποιήματος

 της Δήμητρας Δημητρίου,

“Red Light District”** 

γράφει η Εφη Καλογεροπούλου

 

“Red Light District”

 

Κάθε που λέω να επιστρέφω στη θέση μου

στα δεξιά της ορχήστρας

με το γδαρμένο, ξεβαμμένο ξύλινο πάτωμα

τις νύχτες που δεν μπορώ να κοιμηθώ

σ’ εκείνο το υπόγειο

του Esperia

αγγίζω μνήμες εφήμερες

απλωμένες νωχελικά δεσποινίδες

ή σε όρθια θέση

σε ώρα

αναψυχής.

 

Ολόκληρη η Μεσόγειο

δεν είχε ξαναματαδεί

γυναίκα σαν εμένα.

 

Οι αυλικοί

Οι βαθμοφόροι

Ειρηνευτές

Οι κουρασμένοι

Οι πληκτικοί

Νοικοκυραίοι

 

Από τη Βηρυτό, την Αλεξάνδρεια,

την Κύπρο ολάκερη

την ψύχρα του Βορρά

και τα χρωματιστά παζάρια

της Ανατολής

 

Αφήναν κάτω τα κράνη τους και τα μαχαίρια

–μεγάλα, βαριά, καθαρά μέταλλα–

ξεδέναν τα κορδόνια τους

μ’ αδέξιες χειρονομίες

σα μεθυσμένοι από τη στίλβη

του παρόντος

μια μεταμφίεση πυγμής

και στην αφή μου γίνονταν ξανά μωρά

που τα κρατούσα και τα θήλαζα

κι ήξερα μέσα μου

πως θα γεράσουν.

 

Κι ούτε που μ’ έγνοιαξε, στ’ αλήθεια, και πολύ

σαν ο στρατιώτης εκείνος απ’ τις Βάσεις

μου ’πε πως κάποτε, στ’ αυτί, «τούτη θα πέσει η πόλη».

 

Ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνη

είχε μεσολαβήσει μια προκαταβολική εγκατάλειψη

ένα συρματόδετο εμπόδιο

μια ευτυχία αδοκίμαστη

μια απόσπαση·

όπως σφιγμένα δάχτυλα

την άγνωστη ώρα

του ύπνου.

 

Εγώ ξέμεινα πίσω

μετανοιωμένη ή αμετάνοιωτη

τι σημασία έχει;

–κανείς δεν είναι άλλωστε να περιμένει εμένα–

κι ούτε που θα ’θελα –σαν όλους τους– ποτέ μου να γυρίσω.

 

(Η δική μας η κουζίνα σήμερα είναι γεμάτη, λένε, απ’ τ’ άρβυλα

του στρατού.)

 

Δε θα μου λείψει η ερημιά

τοπία θαλασσόβρεχτα

ναυτάκια ντυμένα στ’ ασπρογάλανα

κι ο καπετάνιος εκείνος που θαλασσοπνίγηκε

ούτε της νύχτας το κελί

κι οι γυναίκες εκείνες

στα καλντερίμια

πώς κουβεντιάζουν·

ούτε οι σπαρταριστοί χοροί που εχόρευε η γενιά μου

και το κορμί το ριγηλό της νιότης

ούτε και τότε που εδάγκανα το χώμα

σαν έβγαζα εκείνη

την παχύρρευστη ρητίνη

από το πρόσωπο

κι ανέπνεα βαθιά, κοφτά και συλλαβιστά

κι έλεγα μέσα μου, «κρατήσου!».

 

Ούτε ακόμα

κι εκείνο το αγόρι

με την πικραμένη αγάπη

να στάζει από το στόμα.

 

Μον’ άλλος είναι ο πόνος μου

κι ένα μονάχα σκέφτομαι·

αν είναι κάτι που δεν τ’ άφηκα στην τύχη

αν είναι κάτι που θ’ άξιζε μια τόλμη ή τη ζωή

μια επαλήθευση δεσμού

μια απόδειξη οριστικού

μια υπόνοια έστω αξεδιάλυτου

κάθε που λέω να επιστρέφω στη θέση μου

στα δεξιά της ορχήστρας

είναι εκείνα τα δευτεριάτικα πρωινά

γωνία Αιγίνης και Κυκλάδων

που η γειτονιά

μικρά μωρά

ακόμα και γυναίκες σαν εμένα

τρέχαμε πίσω από το Morris Traveller του ψωμά του Αλκιβιάδη

με τα συρόμενα τζάμια

γεμάτα υγρασία

από τη θέρμη

του ζυμωμένου ψωμιού.

 

Κι η γυναίκα εκείνη

η λευκόχερη

με το ραγισμένο πρόσωπο

τις αιχμηρές γωνίες

τα εξαρθρωμένα σχήματα

και τα βυζιά ανάμεσα στα πόδια

να με κοιτάζει

με την πλάτη στον τοίχο

με μάτια βαμμένα

από μπογιά.

 

Δήμητρα Δημητρίου

 

 

 

Α.

 

Τι σημαίνει άραγε να αναζητάς την αλήθεια σε ένα πρόσωπο, πίσω από ένα ράγισμα, σε μία ακόμη πληγή που εισχωρεί το φως και ζει ο χρόνος, ο κάθετος χρόνος, ο χρόνος της μνήμης;

 

Εκεί «…που ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται/υπάρχουν άραγε/ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες/υπάρχουν άραγε,… η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής/εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας,… ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος/η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής/εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι…» (Γ. Σεφέρης, Ο Βασιλιάς της Ασίνης)

 

Σκέφτομαι πως η ποίηση είναι μνήμη. Είναι ο παλίμψηστος χρόνος της μνήμης. Ο χρόνος κάτοπτρο μα και ο αιμάσσων χρόνος. Ο παγωμένος μα κι ο εύφλεκτος από το βλέμμα, χρόνος.

Σκέφτομαι πως η ποίηση  είναι γλώσσα. Σχέση με τον άλλο άνθρωπο. Αέναη κίνηση, ρυθμός ,εικόνες και αισθήματα που μεταφράζονται σε  χειρονομίες.

Η ποίηση ξέρει να στήνει γέφυρες από το βάθος των θραυσμάτων της ύπαρξης μέχρι την επιφάνεια, από την φθορά και την ματαίωση μέχρι την αναδημιουργία, από την ερείπωση στην αναγέννηση, από το σκότος στο φως και την αλήθεια.

Ποιές λέξεις κάθε φορά αποσπούν το ποίημα από το βασίλειο της σιωπής;  Ποιά λέξη το ερμηνεύει; Ποιά λέξη στη λήθη καταποντισμένη, ανασύρεται και ρηγματώνει τη σιωπή; Υπάρχει συγγνώμη; Ποιος θα μιλήσει  για το ανεπανόρθωτο;

Αν διαφυλαχθεί η μνήμη θα διαφυλαχθεί η σχέση με τον άνθρωπο;

Αυτά και άλλες  παρεμφερείς σκέψεις, μου πυροδότησε η ανάγνωση του ποιήματος «Red Light District” της Δήμητρας Δημητρίου. Ίσως γιατί η ζωή του, προκύπτει, αναδύεται, αναβλύζει κυριολεκτικά από το τσιμέντο. Αυτό το  αισθητά αδρανές, στέρεο, αδιαφανές, βαρύ υλικό που βρίσκεται σε φυσική αντίθεση με την κίνηση, τη  ζωή , τον χρόνο και τη μνήμη.

Αφορμή της γραφής του, όπως αντιλαμβανόμαστε από τις σημειώσεις που συνοδεύουν την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος, υπήρξαν  οι δεκατρείς τσιμεντογραφίες του μοντερνιστή καλλιτέχνη Χριστόφορου Σάββα, που φιλοτεχνήθηκαν το 1965 και διασώζονται στο υπόγειο του ερειπωμένου πια ξενοδοχείου «Esperia Tower» της Αμμοχώστου, στον χώρο που στέγαζε το μουσικό νυχτερινό κέντρο Perroquet. Οι τσιμεντογραφίες  ήρθαν πάλι πρόσφατα στο φως για πρώτη φορά μετά την τουρκική Εισβολή του 1974,τον Οκτώβριο του 2020.

 

Ποίημα του κλειστού χώρου, ποίημα αυτοψίας ερειπίων, ποίημα αφής θα έλεγα, διαθέτει ένα ισχυρό υπαρξιακό υπόστρωμα,  αφού ζυμώνεται και αναδύεται από το χώνεμα στην συνείδηση της ποιήτριας, μιας  εποχής που έχει οριστικά παρέλθει, αλλά ευτυχώς όχι και οριστικά σιγήσει. Πρόσωπα γυναικών  βυθισμένα στη λήθη, παγωμένα ,αποσιωπημένα, εκεί στον υπόγειο χώρο του Perroquet, στα δεξιά της ορχήστρας, επιτοίχιες γυναικείες ανθρώπινες φιγούρες, γυναίκες ορχούμενες, απομεινάρια μιας μακρινής ζωής, σιωπηλά φαντάσματα αιχμαλωτίζουν το βλέμμα της ποιήτριας μα και διασώζονται μέσα από αυτό. Αποκτούν και πάλι ζωή ανασύροντας μαζί τους την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής που έσβησε ακαριαία τη μέρα της τουρκικής, στην πόλη της Αμμοχώστου εισβολής ,το καλοκαίρι του 1974.

Μέσα σε «τοπία θαλασσόβρεχτα», καλντερίμια, μιας πόλης φωταγωγημένης ,εκείνη της  Αμμοχώστου,  ανάμεσα στο παχύρευστο σκοτάδι της μνήμης ,ανασαλεύει το ανθρώπινο αμάλγαμα. Στα σκιώδη σοκάκια ανάμεσα σε εκμηδενισμό και αναγέννηση, εκεί όπου, όπως μας λέει η ποιήτρια συναντώνται όλες οι φυλές της Μεσογείου, σε αυτό το πολύχρωμο παζάρι που δεσπόζει η αδέσποτη φύση της ερωτικής επιθυμίας, η ποιήτρια επιλέγοντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση  ενδύεται η ίδια τον ρόλο μιας εκ των γυναικών του πληρωμένου έρωτα.

Ανάμεσα στα τσακισμένα απ’ το χρόνο προσωπεία της νύχτας αναδύονται στρατιώτες που αφήνουν τη σκευή τους, κορμιά «που ξεδένουν τα κορδόνια τους»  και δίχως την «μεταμφίεση πυγμής» προσφεύγουν στην γυναικεία αγκαλιά και εγκαταλείπονται δίχως θωράκιση καμία, δίχως οπλισμό στο γυναικείο στήθος,      της γυναίκας πόρνης μα και τροφού, που έχει τη δύναμη να θρέφει, να συγχωρεί, να παρηγορεί, ακυρώνοντας στον κόρφο της την αγωνία του θανάτου. Τραυματισμένα θηράματα, γυναίκες του προσωρινού, που πέτρωσαν μέσα σε πόλεις φαντάσματα, παλιρροϊκές αποθέσεις ερώτων της στιγμής που εξόκειλαν στα ρηχά και κόλλησαν στη λάσπη.

 

Β.

 

Το ποίημα της Δημητρίου, δημοσιευμένο  για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό  περιοδικό “ΠΕΡΙ ΟΥ” (Δεκέμβριος, 2021), διεκδικεί την αυτονομία του σε μια περιοχή της συνείδησης, όπου ο χώρος και ο χρόνος  δεν  ορίζονται ως ρεαλιστικές συνιστώσες του πραγματικού με μονόδρομη φορά. Η  δομή του ποιήματος συναρμόζει φασικούς χώρους όπου το νοητικό υλικό εισβάλλει μεταφέροντας ολόκληρο το δραματικό του φορτίο σε μια εικονοποιϊα που λειτουργεί στο πραγματικό, ερεθίζοντας ταυτόχρονα το συμβολικό πεδίο. Ανασκάπτει μέσα μας ένα αίσθημα νόστου, μια επιθυμία επαναφοράς σε κάτι ανολοκλήρωτο, υπαγορεύοντάς μας μια επιστροφή σε κάτι λησμονημένο,  βυθισμένο στα θεμέλια μιας μνήμης που αξίζει να αναδυθεί, αλλά και να ολοκληρωθεί για να δικαιωθεί.

Η «σκηνοθεσία» της γραφής του, η κίνηση των ποιητικών εικόνων, η ανάπτυξή του, η χρονομετρία του, συνομιλεί με το αίσθημα αυτό, το μετουσιώσει σε σκέψη και το μεταπλάθει πάλι σε αίσθημα, ακολουθώντας μια κυκλική πορεία. Μέσα από μια φωτισμένη θεατρικά γραφή, όπου « ο χρόνος ο παρόν και ο παρελθοντικός /είναι κι οι δυο παρόντες στον μέλλοντα καιρό/και ο μέλλοντας χρόνος περιέχεται στον παρελθόντα» (T.S Eliot,Τέσσερα κουαρτέτα), «φέτες» πραγματικής ζωής, «tranche de vie», ανασύρονται και τοποθετούνται στο ποιητικό πλέγμα συναρμόζοντας νοητικά στοιχεία σε μια σταθερή ενιαία σύνθεση.

Μα η νοσταλγία και η πίκρα  για ό, τι λιγόστεψε άξαφνα μες τη ζωή μας και μας αφήνει πίσω ανυπόστατους  με το αίσθημα του ανολοκλήρωτου, αλλά κυρίως με το αίσθημα μιας ατελεύτητης συγχώρησης απέναντι σε κάτι που ούτε οι ίδιοι μπορούμε καθαρά να ερμηνεύσουμε ,διαποτίζει τώρα την ατμόσφαιρα του ποιήματος. Οι στίχοι,  μας οδηγούν ονειρικά σε ένα ενυδρείο συναισθημάτων.

Ένα αίσθημα ανολοκλήρωτου πένθους που δεν επιτέλεσε τον προορισμό του και μένει μετέωρο και αναποφάσιστο να αιωρείται μες το χρόνο, είναι αυτό που κυοφορείται από την ποιητική συνείδηση .

Όχι. Δεν είναι «οι σπαρταριστοί χοροί» ή το «αγόρι με την πικραμένη αγάπη» και «τα ναυτάκια τα ντυμένα στα ασπρογάλανα» που υποκινούν την επιστροφή.

Είναι εκείνο το βαθύ αίσθημα επανασυγκόλλησης με εκείνο το αρχέγονο τραύμα,  το ρήγμα  που κάνει μέσα μας, τους δρόμους της ζωής και του θανάτου, διαρκώς να διασταυρώνονται.

 «…Μον’ άλλος είναι ο πόνος μου/κι ένα μονάχα σκέφτομαι·

αν είναι κάτι που δεν τ’ άφηκα στην τύχη/αν είναι κάτι που θ’ άξιζε μια τόλμη ή τη ζωή/μια επαλήθευση δεσμού/μια απόδειξη οριστικού/μια υπόνοια έστω αξεδιάλυτου…»

Αυτό είναι που κατά την ποιήτρια υποκινεί την ηρωίδα της ποιητικής της σύνθεσης , να επιστρέψει εκεί στους γνώριμους τόπους της, στη θέση της, στη γη της.

Είναι η  γυναίκα που επιστρέφει για να συναντηθεί με τον εαυτό της  και γίνεται έτσι η ιστορία  που επιστρέφει για να συναντηθεί με τον εαυτό της. Η γυναίκα με την βάσανο αυτού του ανεκπλήρωτου αισθήματος  που χάσκει ορθάνοιχτο στο χρόνο και ζητά τώρα να πληρωθεί με μια ψίχα ζεστό ζυμωμένο ψωμί.

Η γυναίκα που πάγωσε ο χρόνος ,η ορχούμενη γυναίκα, που αναδύεται μέσα από το τσιμέντο, με όλες της τις ιδιότητες. Η μνήμη θα νικήσει τις δυνάμεις της σύνθλιψης. Η γυναίκα επιστρέφει στην παιδική αθωότητα για μια ψίχα ψωμί ζεστό, ίσως γιατί ποτέ δεν έφυγε από εκεί.

Επιστρέφει σε «εκείνα τα δευτεριάτικα πρωινά/γωνία Αιγίνης και Κυκλάδων/που η γειτονιά/μικρά μωρά/ακόμα και γυναίκες σαν εμένα/τρέχαμε πίσω από το Morris Traveller του ψωμά του Αλκιβιάδη/με τα συρόμενα τζάμια/γεμάτα υγρασία/από τη θέρμη/του ζυμωμένου ψωμιού.»

Γιατί αυτή είναι η μνήμη. Μια ψίχα ψωμί ζεστό.

Απέναντι στη λήθη, την αποσιώπηση, τη σκόνη του χρόνου ,τον πόλεμο, την  ιστορική απόπτωση, τον κυτταρικό θάνατο, τον αποχρωματισμό ζωής, πάντα στο αντίποδα η ποίηση, έρχεται να ανασύρει το ανθρώπινο, να στερεώσει το ετοιμόρροπο, να διασώσει το  αθησαύριστο. Είναι η ποιητική συνείδηση που συλλαμβάνει ό ,τι μας κοιτάζει κατάματα από τα βάθη. Εκείνη  που μέσα από το λόγο, τη γλώσσα, διεκδικεί μια συλλογική συγγνώμη για εκείνο που αφήσαμε να κυλιστεί στη λήθη.

Γιατί στο βάθος τι άλλο μπορεί να είναι η ποίηση  παρά μια οφειλή απ’ τα παλιά, ανεξίτηλα γραμμένη στη συνείδηση του ποιητή. Μια οφειλή, σαν Χρέος.


ΕΦΗ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: